Κατάλυμα.... Ρόμπερτ Μπερνς.

Στο δρόμο δύσκολο, μες στα βουνά σκοτείνιασε,
Και ο χιονιάς μεγάλωνε το ρίσκο.
Το χιόνι με τρυπούσε κι ο αέρας μάνιασε,
Και δεν μπορούσα κατάλυμα να βρίσκω.

Στην τύχη μου κοπέλα μια
Συνάντησα στον δρόμου μου διήμερο,
Που πρότεινε ευγενικά
Στο σπίτι της να μπω το απόμερο.

Και υποκλίθηκα βαθιά μπροστά της,
Σ’ αυτήν που απ’ την παγωνιά με είχε σώσει.
Υποκλίθηκα ξανά μπροστά της
Και παρακάλεσα το κρεβάτι να στρώσει.

Εκείνη άπλωσε λευκό πανί
Με τα υπόλοιπα, τα φτωχικά,
Και με κερνώντας με οίνο και αρνί,
Μου ευχήθηκε όνειρα γλυκά.

Να φύγει ήταν έτοιμη. Τι κρίμα! Αλλά…
Για να σώσω την κατάσταση – χάλι,
Ρώτησα την κοπέλα σιγαλά:
«Μήπως υπάρχει κάποιο προσκεφάλι;»

Μου έφερε το μαξιλάρι,
Και χαμογέλασε η κοπελιά μου.
Ήταν τόσο ελκυστική,
Ώστε την άρπαξα στην αγκαλιά μου.

Τα χείλη μου άγγιξαν το μάγουλό της απαλό,
Τα μάτια της έλαμψαν θλιμμένα:
«Εάν με σέβεστε, παρακαλώ,
Αφήστε με, είμαι παρθένα!

Ήταν ξανθά τα σγουρά της μαλλιά,
Και η κορμοστασιά της, ελάτι.
Ήταν πιο μυρωδάτη από την τριανταφυλλιά,
Εκείνη που μου έστρωσε το κρεβάτι.

Τα στήθη της ήταν στρογγυλά,
Σάμπως ο χειμωνιάς με βοριαδάκια
Με την ανάσα του εσάρωσε,
Αυτά τα δυό μικρά λοφάκια.

Τα μάτια της ήταν αγγελικά,
Και με τραβούσαν στο μυστικό μονοπάτι.
Φιλούσα τη στα χείλη της γλυκά,
Εκείνη που μου έστρωσε το κρεβάτι.

Τρεμάμενη, με μάτια κλεισμένα,
Μου έδειξε υποταγή,
Και μεταξύ του τοίχου και εμένα,
Αποκοιμήθηκε την ώρα αργή.

Με της ημέρας το πρώτο φως,
Την φίλη μου κοιτούσα μαγεμένος.
«Με καταστρέψατε!», μου είπε ευλαβώς,
Ενώ εγώ δεν άκουγα, ο ερωτοκαμένος.

Φιλώντας βλέφαρα υγρών ματιών,
Και μπούκλες των σγουρών μαλλιών,
Της είπα, πως πολλές φορές
Θα πάθει τέτοιες συμφορές.

Έπειτα πήρε το βελόνι
Και το πουκάμισό μου κάθισε να διορθώνει.
Γεναριάτικο πρωί, δίπλα στο παραθύρι
Με το βελόνι έχτιζε… γεφύρι.

Πετάνε μέρες και χρόνια περνούν,
Γεννιούνται χιονοθύελλες και πέφτουν κράτη,
Αλλά δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ,
Αυτήν που μου έστρωσε το κρεβάτι.

Ρόμπερτ Μπερνς

Οι Ποιητές, οι μεγάλοι ποιητές δεν έχουν ημερομηνία γέννησης και θανάτου, είναι διαχρονικοί. 
Όσο και να αλλάξουν οι αξίες, οι προτεραιότητες και οι προτιμήσεις των νέων γενιών, τον Άνθρωπο πάντα θα αγγίζουν τα αισθήματα, οι σκέψεις, οι απίθανες ομορφιές των συνδυασμών του Λόγου που έχουν εκφράσει αυτοί οι ποιητές.

Οι Ποιητές δεν έχουν εθνικότητα, είναι τα μοναδικά παιδιά της Γης και τα έργα τους πρώτα ενθουσιάζουν τους μεταφραστές - ποιητές και μετά εκείνοι μεταφέρουν την Ποίηση σε κάθε γωνιά του πλανήτη.

Ο κάθε μεταφραστής έχει τα δικά του κριτήρια. 
Ο ένας προσπαθεί να αποδώσει ακριβώς την έννοια τις κάθε λέξεις, αγνοώντας τη μελωδία, τον ρυθμό και το μέτρο των στίχων. 
Ο άλλος στην προσπάθειά του να διατηρήσει τον ρυθμό, την ομοιοκαταληξία εντελώς αλλοιώνει το θέμα του πρωτότυπου. 

Ίσως ο καλός μεταφραστής θα πρέπει να επιδιώξει και το ένα και το άλλο. 
Ξέρω ότι πολλές φορές τα κατάφερα, αλλά συχνά ηθελημένα προσπαθούσα να εκσυγχρονίσω με το ένα ή με το άλλο τρόπο την έννοια του ποιήματος και σ’ αυτές της περιπτώσεις ονομάζω την μετάφραση ως παράφραση.

Γιώργος Σοϊλεμεζίδης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου