….για εκείνη... Κυριάκος Κάππα.

Πρώτη φορά σαν έριξες το βλέμμα σου επάνω μου ,
φοβήθηκα.
Σκίρτημα άγνωστο, ξένο τότε ένοιωσα, 
θα ‘λεγα λάγνο και αμαρτωλό.
Το πώς υπάρχει τόση ομορφιά, 
δεν θέλησα να το δεχτώ τα’ αρνήθηκα.
Γυναίκα που για φορεσιά της γης τα κάλλη όλα έχει, 
πρώτη φορά μου συναντώ.

Της Αθηνάς κόρης του Δία, 
μου φέρνει λίγο το σχήμα του προσώπου σου,
και του Τρισμέγιστου Ερμή του φτερωτού χρυσό, 
το χρώμα των μαλλιών σου.
Των Ερινύων πρόκληση μα και ποινή, 
το χάρισμα τ’ αέρινο του τρόπου σου,
Της Κλεοπάτρας το μεταξωτό εκείνο το μοναδικό ιμάτιο, 
κόκκινο των χειλιών σου.

Ποια θεία δύναμη ήταν αυτή που μπόρεσε, 
μορφή τόσο ξεχωριστή να πλάσει;
Τίνος ζωγράφου χέρι σε χρωμάτισε, 
κι απ’ τον καμβά του μπόρεσες να βγεις;
Πως ένας Ήλιος θέλησε απ’ τα χέρια του, 
το άστρο του το λαμπερό να χάσει;
Μια μάννα στοργική γλυκιά πως σ’ άφησε, 
βλαστάρι τρυφερό μονάχο να βρεθείς.

Πως είναι δυνατόν στην αγκαλιά σου τις χαρές όλες, 
της οικουμένης να κρατάς;
Μα τα αγαθά αυτά να γεύονται, 
μόνο αυτοί που εσύ χαρούμενους θέλεις να δεις.
Πως το μπορείς τα παρακαλετά αυτών που σε ποθούν, 
σε άγνωστο Καιάδα να πετάς,
Και χαμογελαστή με νάζι κοριτσίστικο, 
στης θάλασσας τα γαλανά νερά να περπατείς.

Να ‘ρθω κοντά σου μου έγνεψες, 
κι εγώ στον ορισμό σου αμέσως υποτάχθηκα,
και τότε μεσ’ τα μάτια σου τα όμορφα βαθειά, 
εταίρας έκφραση κατάφερα να δω.
Ελκυστική σαν του Παράδεισου καρπός, 
κι η αίγλη σου απόκοσμη με έκανε και σκιάχτηκα,
Γι αυτό κι εκείνο που είδα βαθειά μέσα σου, 
δεν τόλμησα να ξεστομίσω να στο πω.

Πηγή του Ολύμπου είναι το στόμα σου, 
κι αδιάκοπα από μέσα του νέκταρ και μέλι ρέει.
Και σαν ηδονικά με νόημα χαμογελάς, 
της πλάσης όλης τα λουλούδια τα όμορφα ανθίζουν.
Η χροιά των λόγων σου τραγούδι του Ορφέα, 
που δεν κουράστηκε αιώνια να λέει,
Κι όσοι προσεκτικά τα’ ακούν κι όχι αψήφιστα, 
το είναι τους κι η ύπαρξη με νόημα γεμίζουν.

Ερίζουνε αλύπητα η Καλυψώ με την Σαπφώ, 
η κάθε μία δίπλα της θέλει να σε κρατήσει.
Μα εσύ γελάς γι αυτή την έριδα με χλεύη, 
του Ομήρου στοίχους θες μέσα σου να κρατάς
Λόγια όμορφα και τρυφερά σαν ικεσία, 
δεν θέλησες ποτέ κάποιος να σου χαρίσει,
γιατί δεν σου άρεσε ποτέ τους άλλους να ακούς τι λένε, 
εσύ μόνο ήθελες να λες τι αγαπάς.

Θ’ αντέξω άραγε τα χείλη αυτά που τόσο λαχταρώ, 
με δίψα ακόρεστη να τα φιλήσω,
και με του πόθου το ποτό να ξεδιψάσω, 
κι αυτά που χρόνια έκρυβα τώρα να σου τα πω.
Κι ας είναι αυτή η στερνή φορά, 
σε πλάσμα ζωντανό στον κόσμο αυτό που θα μιλήσω,
Αρκεί να μην είναι κι αυτό ένα όνειρο, 
και πάλι εδώ μονάχος μου δίχως αυτήν βρεθώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου