'Το ξέρω ότι δεν με ακούς αλλά σ’ αγαπάω'

Ήταν εξήντα πέντε ολόκληρα χρόνια μαζί. 
Σχεδόν παιδιά ακόμη όταν γνωρίστηκαν , πιάστηκαν 
από το χέρι και ξεκίνησαν. Μεγάλωσαν μαζί, 
έκαναν παιδιά και ύστερα ήρθαν τα εγγόνια. 

Έγιναν φίλοι, σύντροφοι , αγαπήθηκαν βαθιά , γέλασαν , 
μάλωσαν , μόνιασαν χιλιάδες φορές αλλά δεν τα παράτησαν. 
Κάθε φορά η αγάπη νικούσε και τα συναισθήματα 
ομόρφαιναν και πολλαπλασιάζονταν. 

Γέμισαν άλμπουμ με αξέχαστες στιγμές άλλοτε ρομαντικές 
και άλλοτε ξεκαρδιστικές με τα παιδιά και τους φίλους τους 
να τους κρατούν συντροφιά όταν τα πόδια δεν θα μπορούσαν 
να ακολουθήσουν την καρδιά. Μια μέρα εκείνη αρρώστησε 
και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο. Εκεί έγινε το σπίτι του 
και ένιωθε ζωντανός κοντά της. Ώρες ατελείωτες 
περνούσε μαζί της και το βράδυ επέστρεφε με βαριά καρδιά 
στο άδειο του κρεβάτι να ξεκουράσει το γέρικο κορμί 
μέχρι το πρωί που θα πήγαινε πάλι δίπλα της.

Ένα βράδυ εκείνη έφυγε και τα παιδιά του σάστισαν. 
Πώς να του το πουν, δεν έβρισκαν τα λόγια. 
Το πρωί που ξύπνησε τα βρήκε να τον περιμένουν. 
Δεν χρειάστηκαν λόγια τελικά γιατί εκείνος το κατάλαβε, 
έσκυψε το κεφάλι και τους ακολούθησε. Τον πήγαν δίπλα της 
σ’ εκείνο το ξύλινο κουτί που όλους μας τρομάζει.

Κάθισε σε μια καρέκλα και πήρε το χέρι της. 
« Το ξέρω ότι δεν με ακούς αλλά σ’ αγαπάω», της είπε. 
Έμεινε εκεί δίπλα της να την κοιτάζει μέχρι την τελευταία 
στιγμή και ύστερα όλα τελείωσαν. Τώρα έπρεπε 
να μάθει να ζει μόνος του. Πως γίνεται όμως αυτό; 
Κανείς δεν τον προειδοποίησε και δεν υπάρχουν πουθενά 
γραμμένες οδηγίες. Τα λόγια πάντα ήταν εύκολα, η πράξη 
φαίνεται ακατόρθωτη όταν η καρδιά έχει βουλιάξει τόσο πολύ 
ώστε ούτε ο χτύπος της δεν ακούγεται. Έτσι με μισό χτύπο 
και ανεπαρκή αναπνοή όφειλε να συνεχίσει να ζει για όσο καιρό 
θα έμενε μακριά της, γιατί η ζωή πάντα συνεχίζεται. 
Με μας ή χωρίς εμάς.....!!!!!!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου