Παιδούλα μου... Κυριάκος κάππα.

Όλοι χάρη το ζητούν, στα ουράνια εκεί ψηλά, 
να μπορέσουν ν’ ανεβούνε. 
Πόσο στ’ αλήθεια λαμπερό το φως είναι να δουν, 
κι αν τ’ άστρα μεγάλα είναι η μικρά. 
Κι ύστερα πιασμένοι αγκαλιά, και μεθυσμένοι από μια 
γνώριμη αίσθηση που την ελέν’ χαρά, με τους αγγέλους 
συντροφιά να τραγουδήσουνε, και τέτοια που δεν έχουν 
ειπωθεί ξανά λόγια να πούνε.

Μα εμένανε δεν ξέρω ποιος, αν ήτανε η φύση η μοίρα, 
η αν ήταν ο Θεός, κι αυτό είναι κείνο που λιγότερο με νοιάζει, 
δεν μ’ άφησαν με τέτοια θέληση να ζήσω ούτε λεπτό. 
Δώρο μου κάνανε έν’ άστρο ζαφειρένιο αστραφτερό, 
σαν Αφροδίτη κι Αθηνά μαζί, μα και συνάμα Παναγιά 
να μοιάζει, σαν την ζωή την ίδια να φαντάζει, και 
μου το στείλαν μεσ’ την αγκαλιά.

Τότε η μανούλα σου η γλυκιά, μου είπε πάρτο στα χέρια σου, 
μονάχα κράτα το σφι-χτά, είν’ και δικιά σου τούτη η κορούλα. 
Σε γέμισα με χάδια τρυφερά, σου φίλησα απαλά 
και την μικρή σου την μυτούλα. 

Σ’ αγκάλιασα σαν δώρο Θεϊκό, και θησαυρό φερμένο 
από μακριά μοναδικό. Μεσ’ τα ματάκια σου τα γαλανά, 
του κόσμου ολάκε-ρου θωρούσα την χαρά, ξανθούλα μου 
γλυκιά και γελαστή παιδούλα.

Να σιέται τότε κίνησε η καρδιά, να μου μιλά με λόγια δυνατά, 
σε γλώσσα που κατέ-χαμε όλοι μας πολύ καλά. 
Εγώ δεν είχα νου και μάτια άλλονε να κοιτώ, 
ούτε στα χείλη λέξεις μ’ άλλους να μιλώ, παρά μονάχα εσένανε 
να καμαρώνω. Και σαν κερί που ‘ναι μπρος την εικόνα 
του Χριστού άρχισα να λειώνω. Αφού η χαρά ήτανε τόση, 
που πλάσμα δεν την είχε ξανανιώσει.

Πλάσμα αγνό και αγγελόμορφο, σε ποιον ουρανό πετούσες; 
Και σε ποια πέλαγα γα-λάζια, χόρευες και τραγουδούσες; 
Ποιο ήτανε το χέρι αυτό, που έδωσε σχήμα στην μορφή σου. 
Και ποιων ποιητών τα λόγια, πνοή δώσαν στην ψυχή σου. 
Ποιο φεγγάρι και ποιος Ήλιος, λάμπουν μέσα στην ματιά σου; 
Ποιος τεχνίτης της Εδέμ, σμίλεψε έτσι την κοψιά σου;

Ποιανής βιόλας τον ανθό, σου ‘χουν δώσει για ζωή σου; 
Και ποιο μύρο ευωδιαστό, στάξαν πάνω στο κορμί σου; 
Ποιος βοριάς και ποιος νοτιάς, φούσκωνάνε τα πανιά σου; 
Ποιανής μούσας η αφεντιά, χαϊδολόγει τα μαλλιά σου; 
Ποιος ζωγράφος ξακου-στός, σου χρωμάτισε τα μάτια; 
Και ποιος βασιλιάς τρανός, σε βαστούσε σε παλάτια;

Μα ο καιρός περνά γοργά, πίσω μένει κι η χαρά. 
Απομένει η νοσταλγία, που περνά στην ιστορία. 
Τα’ αγγελούδι το μικρό, τέλειωσε και το σχολειό. 
Τα μαλλάκια τα σγου-ρά, παραμείνανε ξανθά. 
Όμορφα χαμογελάει, στο στρατί σαν περπατάει. 
Η παιδούλα η μιτσιά, έγινε κούκλα κυρά. 
Ποια ειν’ αυτή όλοι ρωτούν, η νεράιδα σαν την δουν.

Στα μεταξωτά ντυμένη τα λευκά και κεντητά, η ώρα ήρθε 
ευλογημένη πήγε και στην εκκλησιά. Πέπλο εφόρα 
κεντητό, στολισμένο πλουμιστό, επετούσε εδώ κι εκεί, 
νέα αρχίζει πια ζωή. Την κοιτώ τώρα νυφούλα, και θυμάμαι 
την παιδούλα. Που αγκαλιά μου την κρατούσα, 
και την εγλυκοφιλούσα. Να ‘χει τώρα την ευχή μου, 
‘κείνης είναι η ζωή μου. Θε ν’ ανοίξει τα φτερά της, 
στην ζωούλα την δικιά της.

Δώρο μου έκανε η ζωή εσένα ζαφειρένιο άστρο λαμπερό 
σαν Αφροδίτη κι Αθηνά μα-ζί, μα και συνάμα Παναγιά 
να μοιάζεις, σαν την ζωή την ίδια να φαντάζεις, 
και σ’ έστειλαν μέσα στην αγκαλιά μου. 

Κι εγώ απ’ της ψυχής τα βάθη θα φωνάζω ευχαριστώ, 
σε φύση, μοίρα και Θεό, για το μοναδικό το δώρο που 
μου κάναν το ξεχωριστό. Και θα ‘ναι πάντοτε μαζί σου 
η καρδιά μου. Μα θα είσαι κι εσύ πάντα συντροφιά 
στα όνειρά μου, μα και το καλημέρισμα στο ξύπνημά μου. 
Γιατί εγώ δεν γίνετε να ζήσω δίχως εσένανε γλυκούλα, 
ξανθέ μου άγγελε γλυκιά παιδούλα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου