Ο Βασιλιάς Της Υδρας.

Τον συνάντησα καθισμένο δίπλα στην αποβάθρα,
κοιτάζοντας το μεσημέρι.

Γένια κατοικημένα από τρίτωνες
και εργατικά καβούρια στα φύκια του στήθους.
Περνώντας από εκεί, τα παιδιά, του φώναξαν:
«Χαίρε, χαίρε βασιλεύ της Ύδρας!»,

Και τον χλεύασαν γιατί τα μάτια του
αιωρούνταν σταθερά στο θρόνο της παραίσθησης.
Πιο αργά απομακρύνθηκα από το χωριό και τους 
τουρίστες τουγια να βρω τη λύση του λαβύρινθου
και να κατανοήσω τον κόσμο και να τον συμπτύξω 
σε μία λέξη ομοιάζουσα με στοργή.

Περιπλανήθηκα ανάμεσα στα παραθυρόφυλλα 
και στον ασβέστη, ανηφορίζοντας στα σοκάκια, όπου 
το φως μιλούσε στους τοίχους όπως και στα μαντεία.

Θα ζήσεις στον οίκο του Κρεώφυλου
όταν φτάσεις σε γεροντική ηλικία, και σ’ αυτόν θα πεθάνεις.
Έτριβα με τα δάχτυλά μου τις φλόγες των ανθέων.
Μου γαύγισαν οι σκύλοι φύλακες των πυλών.

Διασταύρωσα την ηλεκτρομαγνητική δύναμη χιλίων τεττίγων:
εδώ η γη αποκρύπτει την ιερή κεφαλή.
-όδευσα σκεπτόμενος την Εκάτη.
Οι πέτρες ψιθύριζαν, «εγέρθητι, εγέρθητι»

Και φτάνοντας στο τέλος και πηγαίνοντας ως το λόφο
και βλέποντας κάτω την αποβάθρα με τις λαμπερές 
πλάκες σαν δραχμές,
θυμήθηκα εκείνον τον γέρο που πέθανε από πικρία
χωρίς να αποκρυπτογραφήσει το αίνιγμα των ψειρών.

Φυλάξου από το αίνιγμα των Αρκάδων παιδιών, του είπαν.
Ίσως αύριο ακόμα κι εσένα να μεταμορφώσει η θεά 
σε έναν παράφρονα,
και τα παιδιά να σου φωνάζουν: «Χαίρε, χαίρε…»
Ποτέ ξανά δεν είδα το Βασιλιά της Ύδρας.

(Από το βιβλίο Ηρακλής Μαινόμενος, ανέκδοτο)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου