Ξέρεις ποιός είμαι;

Σταθμό σταθμό, καρέ καρέ, μαντέμι κουρασμένο
βρήκα μια κούνια στο κουπέ, άδεια  να γράφει «ξένο».
Νερό και κάρβουνο κι οργή, μια μνήμη κορεσμένη
ποιος να θυμάται την αρχή, ποιος τάχα περιμένει.

Ψυχές οι ράγες και βογκούν, πάνω στο πεπρωμένο
μου λένε μια και μια σιωπούν, πως είμαι εγώ το τρένο.
Και μια μονάχη αλλοτινή, να μ’ αγαπά σαν κλέφτη
πετώ τ’ ασήμι στη γραμμή, κι αυτή μπροστά μου πέφτει.

Χτυπώ βαριά της μηχανής, το σύνδεσμο να λύσω
μ’ αυτή κρυφά μ’ ακολουθεί, σ’ έναν καθρέφτη πίσω.
Σε κάτι γέφυρες παλιές, φαντάσματα στο χρόνο
να μου στυλώνει τις γραμμές, έξω από νου και νόμο.

Δίχως τους μηχανοδηγούς, τους θερμαστές μου δίχως
τα μάτια τσούξαν στους καπνούς, τ’ ατμού μιλά ο ήχος.
Μιλούν οι σύρτες κι οι τροχοί, ο λέβητας μιλάει 
λεύτερα λύκος οδηγεί, «ποιός είμαι;» με ρωτάει.

Κι εκεί στο βάθος δυο δοκοί, καρφώνουν σάπιο τέρμα
ίλιγγου τρέλα μ’ αντηχεί, το γέλιο δίχως έρμα.
Αγκομαχά μια μηχανή, σε κάποιο σώμα τρένο
είσαι του κάρβουνου ψυχή, και στο γκρεμό πηγαίνω.

Άδικη τσίριξαν στριγκλιά, στο λύσιμο τα φρένα
λέω ν’ αλλάξω την τροχιά, ν’ αλλάξω τα γραμμένα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου