Εμείς... Κυριάκος Κάππα.

Και να που επιτέλους φίλε σήμερα , ήρθε η ώρα 
ν’ ανταμώσουμε. Δω χάμω αντικριστά για λίγο να σταθούμε, 
κι όλα σταράτα να τα πούμε Ότι έχουμε μέσα να τα βγάλουμε, 
κι άχρηστα αν είναι να τα δώσουμε βορά σε πυρ, 
που σκέψεις καίει, κι εμείς σαν καίγονται να τις θωρούμε.

Σου ετοίμασα καθρέφτη αστραφτερό, με χειροσκάλιστη 
κορνίζα χρυσαφιά. Όμορφα θέλω να αισθανθείς, κι αυτά 
που σε βαραίνουνε, όλα να μου τα πεις. 
Χρεία εστί τώρα θαρρώ,, να πάψουμε να παίζουμε κρυφτό 
σαν τα παιδιά. Να μου μιλήσεις για όσα σου έκαμα κακά, 
χωρίς καθόλου να με λυπηθείς

Με τρόμαζε να ‘ρθω και να σε συναντήσω, να σε 
αντιμετωπίσω, μαζί σου να βρεθώ, γι αυτό κι απέφευγα 
να σου μιλήσω, κι όσα από σένα πρόσμενα όλα να τα ζητήσω. 
Δεν γνώριζα αν θα μπορέσω να σε πείσω, η αν θα γέλαγες 
με τ’ άρρωστό μου το μυαλό. Τώρα θα σου ομολογήσω ότι, 
δεν ντρέπομαι που διάλεξα εγώ πως ήθελα να ζήσω.

Όσο θυμάμαι, πάντα ήθελα να δίνω, γιατί έτσι νόμιζα 
πως θα με λεν καλό. Ο άφρωνας για μένα τίποτε 
δεν κράταγα, καν την μπουκιά κι ας ήτανε στερνή, 
κι έλεγα πως η ζωή είναι μικρή, γι αυτό δεν είχε νόημα 
γι αύριο κάτι να βαστώ. Δεν έδειξα ποτέ και σέβαση 
στον κόπο μου, να βγάλω της φαμίλιας το ψωμί.

Κοφίνι αδειανό μοιάζει το παρελθόν μου τώρα, σάπιο, 
αραχνιασμένο θλιβερό. Ψάχνω να βρω και ν’ ανασύρω, 
κάτι που σαν θυμάμαι ευτυχισμένος νοιώθω. Και όταν πίστευα 
όμορφα ότι ζούσα, ένοχος ήμουν πάλι, σε κάποιους 
έκανα κακό. Έτσι ποτέ δεν εκπληρώθηκαν τα θέλω μου, 
κι απέμεινα να ζω μ’ αυτόν τον πόθο.

Από παιδί σαν επισκέφτηκα τον κόσμο αυτό, στην πλάτη μου
 κουβάλαγα ατσάλινο σταυρό. Για κάποιους φάνταζε ελαφρύς, 
όμως εγώ που τον κρατούσα ήξερα πόσο ήτανε βαρύς. 
Τα βράδια μου πολλές φορές φίλο μου καλό, είχα μονάχα 
τ’ άστρα και τον ουρανό. Μαζί του να τα μοιραστώ κανείς, 
απ’ την δική μου την πηγή κι εσύ, πάρε χαρά να πιεις.

Φίλο μου στην ζωή δεν έκαμα ούτε ένα, όχι γιατί δεν βρήκα 
άνθρωπο άξιο κανένα. Γιατί κανείς δεν μπόρεσε, ποτέ να 
μ’ εξηγήσει, τι είναι αυτό φιλία που το λέμε να με πείσει. 
Ναι θέλουν όλοι μ’ ευ-χαρίστηση να λες, σαν σε μαλώνουνε, 
βουβά σαν το παιδί να κλαις. Αν διαφωνείς με κάποιονε, γοργά 
θα σε μισήσειι, καιρό πολύ στα σίγουρα μονάχο θα σ’ αφήσει.

Χρόνια πολλά, δεν άκουγα σαν ήταν η γιορτή μου, 
σπάνιο είναι το όνομα αγία Κυριακή μου. Σ’ αυτούς που 
κάτι έδινα με βλέπαν με θυμό, πιστεύανε πως ποιο πολλά, 
να δώσω εγώ μπορώ. Νομίζω δεν μ’ αγάπησαν ούτε 
οι άνθρωποί μου, το πώς θ’ αντέξω στη ζωή, δουλειά ήταν 
δική μου. Εγώ πάντα ευχόμουνα να βρούν όλοι καλό, 
γιατί μέσα μου ποτέ, δεν φώλιασε κακό.

Έτυχε για προσκέφαλο να βάλω και λιθάρι, με υπομονή 
να καρτερώ, ο ύπνος να με πάρει. Φύλακες είχα συντροφιά, 
της νύχτας τα πουλάκια, με νανουρίζαν τρυφερά, μ’ όμορφα 
τραγουδάκια. Και σε αμμουδιά βελούδινη, με κύμα όλο 
χάρη, αγνάντευα ορίζοντες κει που πετούν οι γλάροι. 
Κι εκεί λοιπόν ελεύθερος ζούσα το όνειρό μου, μακριά 
απ’ όσους θέλανε, τον εξευτελισμό μου.

Γιατί δειλά καλέ μου τώρα προσπαθείς, μέσα στο βάθος 
του γυαλιστερού καθρέφτη να κρυφτείς. Θαρρείς πως 
φταίχτης για όλα όσα ζήσαμε, θα πω πως είσαι εσύ, 
και θ’ απαλλάξω εμένα απ’ την μεγάλη την ποινή. 
Όχι ποτέ, γιατί για όσα ζούμε ο καθείς, ο ίδιος φέρει την 
ευθύνη αυτή, κι άλλος κανείς. Ούτε γιατί κάποιος θα με
 κρίνει που τον λες Θεό, έμαθα με το δίκιο να ‘μαι, 
σ’ όποιονε  κι αν ανήκει αυτό.

Θαρρώ πως τελικά υπάρχει μία λύση, να φιλιωθούμε 
στα στερνά προτού η ζωή μας δύσει. 
Εσύ μόνο μου απέμεινες για να συνομιλώ, πόνους, 
χαρές και βάσανα να στα ομολογώ. 
Για να θυμόμαστε μαζί τα όσα έχουμε ζήσει, λάδι 
η ζωή που σαν ληφτεί, καντήλι που θα σβήσει. 
Να σ’ αγκαλιάσω έλα λοιπόν να πω πως σ’ αγαπώ, 
χωρίς εσένα εμένανε ούτε να φανταστώ.

Έλα λοιπόν ξεπρόβαλε και δώσε μου το χέρι, να σε τραβήξω, 
να σε βγάλω απ’ εκεί που ζεις, να ‘μαστε πάλι ταίρι. 
Αγκάλιασέ με, άλλον δεν έχεις από μένα, πίσω ν’ αφήσουμε 
τα χρόνια τα καταραμένα. Κι ύστερα αν το μπορέσουμε 
μαζί ποιος ξέρει, μ’ αγαπησιά να ζήσουμε σ’ όμορφα άγνωστα 
μέρη. Να σβήσω μονοκονδυλιά τα όνειρα τα χαμένα, εφόσον 
για ελπίδα μου θα έχω πια εσένα. Όλοι με συμβουλεύουνε, 
μακριά να σε πετάξω, κι ένα μου μέρος της ψυχής, με μιας 
να το ξεγράψω. Τόσο μεγάλο πώς να κάνω εγώ κακό, έναντι 
μάλιστα εμένα, στον ίδιο μου τον εαυτό. Μαζί, μαζί μέχρι 
το τέλος θε να πορευτούμε, μέχρι την ώρα που βαθειά στην γη 
θα έρθει η στιγμή να μπούμε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου