Αληθώς Ανέστη... Κυριάκος Κάππα.

Ποιος είναι αυτός που λέγει με περίσσιο θράσος ο δειλός, 
πως του αητού το βλέμμα το περήφανο για μια στιγμή, 
το χάρισε σ’ εκείνον ο Θεός. Αυτός που απ’ την υπεροψία του 
την τόση έχει τυφλωθεί, και ούτε καν ο άθλιος δεν δύναται 
γιατί δεν το μπορεί να δει, στεφάνια ανοιξιάτικα πολύχρωμα 
ευωδιαστά, που ανεβαίνουνε από την γη, σε εκκλησιά 
που έχει τρούλο κει στον ουρανό ψηλά, και με της θάλασσας 
την αύρα και του ήσυχου του δειλινού δροσιά, 
να ψάλουν θέλουν ωσαννά.
Να τραγουδήσουν ύμνους σ’ έναν Παντοκράτορα ανθρωπινό, 
ύμνους που θα ‘χουν γράψει κάποιος Παύλος μουσουργός, 
μια Κατερίνα, κι ένας Νικόλας μελωδός, μόνο που δεν θα ‘ναι 
σε νότες και ρυθμό βυζαντινό. Μήπως και κάποιος άλλος άραγε 
μπορεί ν’ ακούσει και να δει, τα’ ανέμου τα παιδιά αληθινά 
να τα πονέσει να τα αφουγκραστεί, που κλαίνε και θρηνούνε 
ολημερίς, σε δόκανα πιασμένα από τσιμέντο άψυχο, 
πίσσα μαυριδερή και σίδερα σαν και της φυλακής.
Και όλοι τους οι άνανδροι που στήσανε τα δόκανα αυτοί, 
που τύψεις δεν αισθάνονται, δεν ξέρουν τι θα πει, κι ας είναι 
αυτοί οι αλαζόνες ένοχοι και ηθικοί συνάμα αυτουργοί. Αφού 
ποτέ στα χέρια τους δεν πήρανε μια χούφτα αλμυρό νερό, 
για να δροσίσουνε κάποιο δελφίνι, που ακυβέρνητο βγήκε 
στον αφιλόξενο γιαλό. Μ’ αυτοί κι εκείνοι δείχνουνε πως 
μέσα τους δεν έχουνε καρδιά. Γι αυτό και δεν τους κόφτει 
τα χελιδόνια μα και το λελέκι με τα μακριά φτερά, πάλι πίσω 
θα γυρίσουν και θα ψάχνουνε απελπισμένα, τι απέγινε 
να βρούνε η ζεστή τους η παλιά φωλιά.
Ποιος τότε μ’ ανθρωπιά μέσα του κι ευαισθησία απομένει, 
να ψάξει να νοιαστεί να βρει, στο τέλος στα βαθειά 
της διαδρομής, τι είναι πράγματι αυτό που μένει. Μιλώ γι αυτήν 
την τόσο βαρετή και άχαρη την διαδρομή, που όπως οι παλιοί 
μας μάθανε, κι εμείς το συνηθίσαμε την φωνάζουμε ζωή. 
Μια αιώνια άραγε ψυχή, που συντροφιά μ’ αγγέλους με φτερά, 
την Παναγιά και τον Θεό μαζί θα ζει. Η με χαλκάδες 
σκουριασμένους στον λαιμό σφιχτά, και βρώμικες αλσίδες 
που θα ζυγίζουνε βαριά, αιώνια θα υποφέρει όπως 
κι ο Προμηθέας, μεσ’ σε καμίνι με ατέλειωτη φωτιά.
Κι εγώ χαμέ κάθομαι εδώ, σ’ ένα λιβάδι καταπράσινο 
με το χορτάρι του να ‘ναι χλωρό, απ’ της αυγής την πάχνη 
που τον ερχομό του ήλιου αναγγέλλει δροσερό. Τα μάτια 
δεν αντέχουν να θωρούν, ανθούς σ’ όλα της γης τα χρώματα 
κι όλα τους να τα ποθούν. Κι η όσφρηση όλες να μυρίσει θέλει 
τις ατέλειωτες τις ευωδιές, που όλες από μόνες τους αλλιώτικα 
και ξέχωρα είναι μαγευτικές. Ανάμεσα απ’ τα ευλογημένα 
τούτα τα φυτά, σκοπούς πρωτόγνωρους ακούνε τα αυτιά. 
Μελωδικούς απ’ όργανα διάφορα μουσικά, που άνθρωπος 
δεν έχει ακούσει άλλη φορά.
Τραγούδι μελωδία του Σοπέν το σφύριγμα του σπίνου, 
περήφανα που τραγουδά κρυμμένος στα φυλλώματα μέσα 
του κρίνου. Όπως και το ξένοιαστο κελάηδισμα από ένα 
καναρίνι, που απ’ το φαρδύ το φύλο μιας βελανιδιάς, 
λαίμαργα και διψασμένα νεράκι τώρα πίνει. Ατέλειωτη 
και γοητευτική ελκυστικά, της πλάσης είναι τούτης η ομορφιά. 
Πως λοιπόν εγώ τώρα μπορώ, μ’ ασέβεια κι αχάριστα 
να συμπεριφερθώ, τι θα απογίνω κάποτε να κάτσω να σκεφτώ, 
ενώ βρίσκομαι στον παράδεισο μαζί με τον Θεό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου