Κουβεντιάζοντας... Κυριάκος Κάππα.

Σε μονοπάτι που είναι δύσβατο, πέτρινο και στενό,
δεν ξέρω πως απόψε, το θέλησα να περπατήσω,
την θάλασσα από ήσυχη γωνιά, να την εσεργιανίσω,
κι ας ταξιδέψω μακριά, με των κυμάτων τον χορό.

Να κουβεντιάσουμε με τον Θεό, αυτός μόνο κι εγώ,
για όλα που ‘χω στο μυαλό τα πως να τον ρωτήσω.
Χωρίς υπεκφυγές κι ούτε ντροπές, να του ζητήσω,
ειλικρινά να μου απαντήσει, σε όσα έχω να του πω.

Στάσου κοντά στην θάλασσα, πάνω απ’ το αλμυρό νερό,
κι ανάμεσα σε όσα εκεί μέσα ζουν, εσένα να αντικρίσω.
Έστω και με τα χέρια της ψυχής, για λίγο να σ’ αγγίσω,
για μια μόνο στιγμή να το μπορέσω, τα μάτια σου να δω.

Το χέρι σου μετά μ’ ευλάβεια, σφιχτά σαν θα κρατώ,
με σένα συντροφιά, στα γαλανά νερά να περπατήσω.
Μπορώ κι εγώ όπως κι ο Λάζαρος, να σε ρωτήσω,
μετά από τέσσερεις ημέρες, από την γη ν’ αναστηθώ.

Για τον Παράδεισο τίποτε δεν με νοιάζει, θα στο πω,,
την κόλαση που ζω εδώ, μονάχα θέλω να σου εξηγήσω.
Όχι πως χάρη κάποια θέλω, από εσένα να ζητήσω,
εδώ είναι να σου πω να στο φωνάξω, κι όχι στον ουρανό.

Αφού Θεός είσαι και Δημιουργός, και όλα τα μπορείς,
πως γίνεται να μη θωρρείς, ξεκάθαρα ν’ αναγνωρίζεις.
ποιος ειν’ αθώος, κι άδικα τον σταυρώνουνε να ξεχωρίζεις,
όχι κάπου στον ουρανό, μα εδώ στη γη σαν ναν ληστής.

Αυτόν που είπαν άσωτο υιό, πρέπει να λυπηθείς,
που σέρνεται στα πόδια σου, σχώρεση να ζητήσει;
Η που πάλι μόνος του, μπόρεσε όρθιος να πατήσει,
κι άξιος πως είναι έδειξε, γενναιόδωρα να του φερθείς.

Σαν τον Πέτρο δεν ζητώ, χέρι εγώ για να σωθώ,
μπρος στον θάνατο δεν θέλω, λύπηση ν’ αποζητήσω.
Και αν προλάβαινα για λίγο, θα ήθελα να του μιλήσω,
της ζωής στιγμή είναι κι αυτός,, δεν μπορώ να τον μισώ.

Άλλωστε σαν το λουλούδι, σύντομα θα μαραθώ,
ίχνος και σημάδι εδώ, δεν επρόκειτε ν’ αφήσω.
Μα ούτε και σαν όνειρο, δύναμη έχω για να ζήσω,
και απ’ αυτό ακόμη η ζωή, είναι ποιο απατηλό.

Πλούτη δεν έχω για να πάρω, εκεί κι όπου αν βρεθώ.
Δόξα δεν πρόκαμα στην γη, ισχυρή να αποκτήσω.
Γιατί απλά δεν θέλησα, απ’ άλλονε να την στερήσω.
Σαν εγώ πια δε θα υπάρχω ας την έχουνε άλλοι εδώ.

Κοίταξε Θεέ εκεί για λίγο, μεσ’ των κυμάτων τον αφρό,
πίστευα είναι τα μαλλιά σου, που εσύ τα άφησες λυμένα.
Και έτσι κυματίζουνε όμορφα, ελεύτερα και χρυσαφένια,
μέσα στου φεγγαριού το βλέμμα, στο στέφανο το λαμπερό.

Εσύ πως ήσουν πάντα πίστευα, στάλες μεγάλες της βροχής,
κι όχι πως ήσουν κεραυνός, και μας μιλούσες οργισμένα.
Και ούτε σκέφτηκα ποτέ, πως πνεύματα ειν’ απελπισμένα,
Τα’ άστρα που στήσανε χορό, σ’ αρχαίο άμετρο ρυθμό.

Μέσα στου γιασεμιού το άρωμα, έψαχνα για να σε βρω,
και στης γαρδένιας τον ανθό, πως ήσουν έλεγα κρυμμένος.
Και άγιο μαγευτικό τραγούδι, σ’ άκουγα σαν μαγεμένος,
απ’ αρσενικό λευκό αηδόνι, που πετά στον ουρανό.

Και άλλα Θεέ μου ακόμη έχω, θα στα πω άλλη φορά,
ας τελειώσω όμως εδώ, γιατί νοιώθω κουρασμένος.
Δεν είμαι άνθρωπος αχάριστος, μα πολύ ευτυχισμένος,
που μαζί σου βρέθηκα, κι άνοιξά σου την καρδιά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου