Το ερωτικό τραγούδι του Άλφρεντ Χίτσκοκ... Vladimir Djurisic

Ας πάμε λοιπόν, πράμα και τάμα
(και πράμα και τάμα και ύστερα κλάμα),
και πού και πότε ποτέ γιατί εκδίκηση του ποιος 
από το πώς μεταφορικών ασύλων οφέλη
που σκορπίζουν το «Το» σαν άδειο σεντόνι από σύννεφο
και τη χειρονομία αποθεώνουν, ψάχνουν τον Ουρανό 
κι ανακαλύπτουν την ουρά, ανακαλύπτουν τον τύπο 
απ’ τους Μπι Τζις στο Ψάχνοντας τον Νέμο. 

Όπου ο άρπαγας της άρπας φειδωλός σαν φίδι δεν 
φείδεται των άρπυιων και άρπαγων κυριών, που πάνε 
που πίνουν και κέρασμα προτείνουν κατά  τον Κάμινγκς. 
Ώρες ροής, τηλεφωνικής ακοής,στα  δωμάτια οι γυναίκες 
τριγυρνούν για τον  Μιχαήλ Άγγελο  Αντονιόνι συζητούν.
Ξέσπασμα πραγμάτων σε όραμα έκρηξης ποζάρει γι’ αληθινό:
Η σημασία της ανάδειξης της κρίσης επιμένει στον ψεύτικο 
ανδρισμό των χωρικών στη Σαπουνόπερα.

Οι επικηρυγμένοι υπομονετικοί, ψεγάδια σιωπηρού 
ξεπουλήματος, προσδιορίζουν την ελευθερία ξανά,
και βαριόμαστε, σε πολύ δέρμα καθόμαστε…
Και πράγματι θα υπάρξει χρόνος. Να γράψω 
με ζέση για τους συνταξιούχους τρελούς θα υπάρξει 
χρώμα στον Μύθο του Γιατί όταν θ’ αναρωτηθώ:

«Αλήθεια, τολμώ με τη γραφή ν’ ασχοληθώ;»
Όλα τα ’χω γνωρίσει –τα ουσιαστικά που ήδη πέθαναν
προσπαθώντας ρήματα να γίνουν, όλα τα ’χω ξεψαχνίσει–
θαρρετός στο παλιρήμα, άφθαρτος στο παραλήρημα
για πάντα γαλανός ναρκωμένη ποίηση περιμένει με 
κουταλάκια του καφέ να τον μετρήσει τον παρατηρητή.

Μ’ αρέσει στο Πένθος η μυρωδιά απ’ τις παλάμες.
Ο στρατός δεν περιμένει. Δεν ανοίγει από μόνη της 
η παλάμη του χεριού. Οι σελίδες της εφημερίδας
φιλήθηκαν από το φρέσκο τύπωμα, για ν’ ανοιχτούν 
αργότερα, δε διαβάστηκαν ποτέ, δε διανύθηκαν ποτέ, 
δεν τανύστηκαν ποτέ σε Στερεοφωνικά όρη. 

Φρέσκο κρέας γεγονότων γαμά το ποίημα, 
ετοιμάζεται να σκοτώσει για την αποδιδόμενη μνήμη, 
σαν ψεύδη που ρουφούν την αλήθεια από τα 
Απομνημονεύματα. Μορφή σημειώματος που μοιάζει 
αναίτιο το πρωινό, που ελευθερώνει την αμοιβή 
του ακόλαστου ελεύθερου Τύπου από τον μπάσο ήχο 
μιας φτηνής αμηχανίας.

Ώρες ροής, τηλεφωνικής ακοής, στα δωμάτια 
οι γυναίκες τριγυρνούν για τον Μιχαήλ Άγγελο Αντονιόνι 
συζητούν. Τώρα πιέστε *. Κορώνω, κορώνω, κορώνω, 
κορίτσι, κορώνω. Κορμί κορδωμένο σε κοραλλένιες 
κορφές κούρδισμα σε κατεστραμμένα ηχεία.

Δεν πήρα ουσία. Ορκίζομαι, δεν το θυμάμαι. 
Πουλώ την τόλμη μου σε τρομαγμένη προσοχή: 
έννοιες  ένδοσης, επιθετικά επίθετα, αδύνατο  να πω 
αυτό που δεν  εννοώ, ευμετάβλητος σαν ερασιτέχνης, 
μολυβένιος σαν  την ουρά  ενός ουρί, και σταθερά 
πεισματάρης  σαν νέος θάνατος στο υπερώο.

Να παίξω γράψιμο απόψε; Δεν είμαι εγώ. 
Λοιπόν, είμαι γομάρι; Μολονότι είδα το κεφάλι μου
(ελαφρώς τρελό) είδα τη στιγμή του μεγαλείου μου 
να γίνεται Τουίτι στο τουίτερ, τα είδα όλα, το είδα 
κι αυτό, όμως θα ‘πρεπε να πω Δεν είναι καθόλου αυτό 
που εννοώ όταν εννοώ Αυτό σε άσυλο ανιάτων. 

Ασχημονώ, ξέρω, ξέρω, ξέρω τώρα, μα τότε ξεράδια…
Να πω. Είμαι ο Λάζαρος, έρχομαι απ’ τους νεκρούς,
κοιτάξτε τα υπέροχα οστά μου, μυρίστε τα, φιλήστε τα, 
σκοτώστε. Επαίσχυντο είδος λόγου, δε νομίζετε;
Και στρέφομαι προς τη λέξη: παράθυρο.
Να στραφώ στον Ντουσάμ στα Γουίντοους, Ντος.

Να στραφώ. Να στραφώ στην ατίθαση λευκότητα 
των κρεμμυδιών, στην αργή αναπνοή των αγγέλων
που δανείστηκαν οι ακαδημαϊκοί, στου Άμλετ τον Τηλέμαχο,
στα αγνότερα επίθετα της ύπαρξης. Αρχίζω να προσέχω
αυτά που κάνω, Το αυτί που στήνω. Ο κύβος ερρίφθη:
ανατολή. Ικέα, ικέα. Θα ‘πρεπε να ‘μουν χρηματοδότης 
του συγκροτήματος της ρέγκε να μετατρέπω τα χαμηλά 
εισοδήματα των νεοφερμένων στη λογική οντολογία του
κουλάρω. Και γίνομαι πιο μαλακός, και μοιάζω πιο γενναίος.

Οι προσποιητές παραισθήσεις μας. Οι Γερνώ με χρυσό…
Γερνώ με χρυσό… Όμως γυρνώ στον χρυσό που κρύβεται
στα ούρα μου που αφρίζουν και σιωπώ, στην πένα,  μπροστά 
στον πένητα ράφτη και κοκκινίζω, κι ορκίζομαιτα παντελόνια 
είναι δικά μου, διεγερτικά προφυλακτικά  σαν οιωνός για 
παύση.  Καλύτερα θα ‘ταν να ‘μουν  δονητής συμβατικός, 
και να  διδάσκω αυτοσυντήρηση,  και να ξεχνώ πως 
η περιουσία  δεν είναι συντονισμένη επαρκώς.

Κι είχα το χρόνο, πεισματάρης που είμαι, να ρωτήσω γιατί 
η Γεωγραφία βασίζεται σε μεταφορές, περίπλοκος και 
πεισματάρης σαν ψηφιακά ρολόγια στους καρπούς 
που φυτρώνουν σαν το στερεοφωνικό που δεν φύτρωσε 
ποτέ στο Μαυροβούνιο, όπου τα όρη παραμένουν στο 
«άστε το ήσυχο» κατάλληλη κυρτότητα σε λογική Μπουτίκ,
όπου ο μικρόσωμος ηγέτης τρώγει ροδάκινο, και σκέφτεται
η τρώγλη πως είναι ροδαλή. Είμαι σχεδόν βασιλιάς.

Δε νομίζω πως θ’ αμαρτήσουν εναντίον μου.
Θέλω να πιστεύω πως (δαιμόνια φράση) θέλουν να 
ψευδορκήσουν, σε φάσεις. Θέλω να είμαι αληθινός 
ωσάν υπαινιγμός, να τις δω ν’ αποχωρίζονται την 
κληρονομιά μου μ’ ενοχή μορφίνης. Η λαίδη των λόγων 
λάμνει στα δώματα  νεκρή, τα λείψανά μας τα ραμφίζουνε 
οι γλάροι πλάι στις  γοργόνες που γαλήνια μουρμουρίζουν, 
σε μια σπηλιά, μιαν αυγή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου