Μη μ’ αρνηθείς... Κυριάκος Κάππα.

Μη με κοιτάς, μη. Για χάρη στο ζητώ. Σε ικετεύω, 
δεν το αντέχω αυτό κατάματα να σε θωρώ. 
Αυτό το βλέμμα σαν γελάς, το άγιο μα και λάγνο σαγηνευτικό, 
αγνό καθάριο σαν διαμάντι εξωτικό, δεν μου αξίζει 
εμένα αντάμα να το συναντώ. Μην μου μιλάς, 
όχι, μ’ αυτό το στόμα το γλυκό, αυγή καθάρια που είναι μα, 
σιμά κι Αυγούστου δειλινό. Μη σπαταλάς, μη, τα λόγια σου 
που είναι μάνα της ερήμου Θεϊκό, απάγκιο στου βοριά 
το φύσημα το μοχθηρό, δροσιά του ταξιδιώτη, κάτω από 
τον Ήλιο τον καυτό. Κι αν θες να συζητάς, άσε ν’ ακούω 
της φωνής σου την ηχώ. Κι έτσι μαζί σου θα μπορώ να ‘μαι 
κι εγώ, κι αυτό θα μου ‘ναι αρκετό, και θα ‘χω αυτό που θέλω, 
αφού πιο πάνω τίποτε δεν καρτερώ. Κι αν πάλι άλλο είναι 
που ζητάς, να μου το πεις. Γιατί εσύ αλλού μπορεί να θες να 
πορευτείς, σε μέρη άγνωστα σε μένανε, να θες να πας.

Μη ψιθυρίσεις, και μη μου πεις που ταξιδεύει το μυαλό σου. 
Αν κάμαρα κάπου μακριά ‘τοιμάζεσαι να συγυρίσεις, 
και όμορφη καρκόλα να στολίσεις, για να στραφεί να 
ξαποστάσει ο καλός σου, μι μου μιλήσεις. Κράτα το μέσα 
στο μυαλό σου. Μη μου ζητήσεις όχι. Να ρθω εκεί μαζί 
κοντά σου, που σε ξελόγιασε και πήγες να μυρίσεις, 
μοσχοβολιά πανσέ, σημάδι αυτό της μοναξιάς σου. 
Δεν γίνεται να μπω μεσ’ την χαρά σου, έστω και τους 
χτύπους αν με’ αφήσεις να ακούσω της καρδιάς σου. 
Τα όνειρά σου όμορφα η κακά , εσύ μονάχη σου μπορείς 
αυτά να ζήσεις. Τα όνειρα είναι μοναχά δικά σου. Κι εσύ 
καλό θα είναι μόνη σου να ορίσεις, με ποιον σ’ αυτά 
αγκαλιαστά θέλεις να περπατάς. Να προσπαθήσεις 
σου ζητώ, ποτέ σου μην με κάνεις να αισθανθώ, 
σε ένα καρνάγιο που ‘κλεισε σκαρί παλιό παρατημένο. 
Εάν και ‘σύ μ’ αφήσεις με το συναίσθημα αυτό 
το εξευτελιστικό, αλίμονο μου.

Και να που βράδιασε ξανά σε αυτόν τον όμορφο γιαλό. 
Και σαν της άρπας μελωδία απλώθηκε όμορφη ευωδιά, 
και απ’ των κυμάτων τον αφρό γνώριμη μοσχομύρισε 
αλμύρα και δροσιά. Εγώ μονάχος περπατώ επάνω στην 
ακρογιαλιά, και σκεπτικός αναζητώ εσένα, της Άνοιξης 
την γιορτινή την φορεσιά. Δεν μπόρεσα ξεκάθαρα 
να διακρίνω και να δω, αν ήσουνα εσύ πάνω στης θάλασσας 
το γαλανό νερό, μέσα σ’ αυτό το ψαροκάικό, που μόλις 
ήρθε για να δέσει σ’ αυτόν τον αρσανά εδώ. 
Δεν σ’ άκουσα όπως συνήθως έκανες να τραγουδάς, 
αρμονικά μαζί με τα θαλασσοπούλια να πετάς, κι αγέρωχα 
από κει ψηλά, ωδή στον άνθρωπο να τραγουδάς. 
Μα να που τώρα σε αναγνωρίζω, και μεσ’ το Αυγουστιάτικο 
φεγγάρι, μπορώ ξεκάθαρα και ξεχωρίζω, την ομορφιά 
και του προσώπου σου την χάρη. Και ξάφνου το φεγγάρι 
γέμισε περισσότερο, μια λάμψη αγγελική το ‘κανε 
φωτεινότερο, κι αφού εσένα είχε αγκαλιά του, ατέλειωτη 
ήταν η χαρά του, που ήταν ομορφότερο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου