Λάσπη χρυσαφιά ηλιοψημένη... Ωδή δέκατη τρίτη... Κυριάκος Κάππα.

Τι κρίμα κι άδικο να μην μπορέσω να ονειρευτώ ποτέ κι εγώ 
όπως κι άλλοι πολλοί, ένα όνειρο με χρώματα που μοναχά 
μικρό παιδί φέρνει στο νου του. Ποιος να ‘ναι αυτός, τον 
εφιάλτη που με τάραξε κι ένα πρωί κλαμένος αφηγήθηκα, 
δεν μου το σχώρεσε ποτέ. Θα ‘θελα έναν ουρανό να αντικρίσω, 
στο χρώμα που οι ανθοί οι ευωδιαστοί που τον Ιούλη μοναχά 
δίνει τα’ αγιόκλημα να έχει. Και αφέντης θρονιασμένος 
τρίλαμπρος ο Ήλιος κιτρινοχρυσαφένιος κατιφές, όλων 
των ανέμων μάζωξη να προστάξει, που αρματηλάτες 
σε άρματα λευκά διαμαντοστολισμένα πίσω από φοράδες 
κάτασπρες περήφανες, καρτερικά προσμένουνε φορώντας 
στα κεφάλια τους στεφάνια από κλαδιά μυρτιάς και δάφνης, 
να ορίσει τον δρόμο που ο καθείς θα πάρει. Και η θάλασσα μια 
αγκαλιά απέραντη και στοργική στο χρώμα της βιολέτας του 
Φλεβάρη, κυρά κι αφέντρα και των τεσσάρων του ορίζοντα 
σημείων, οδός να μοιάζει που μπαξέ διασχίζει με όλων των 
ανθών της άνοιξης τα χρώματα. Κι όποιος το θέλει και το 
αγαπά, ελεύθερα να δύναται να την διαβεί χωρίς τον 
φόβο απ’ τα αφρισμένα κύματα να έχει, που έναν χορό 
χορεύουνε χωρίς τα βήματα να ξέρουν όλα. Και το φεγγάρι 
ροδαλό κι απάνεμο κουμάσι για τα πουλιά κάθε λογής να είναι, 
και ν’ αντηχούν βαθειά από μέσα του, της γης όλα τα 
κελαηδίσματα και τα τραγούδια. Κι εγώ ανέμελος για μαξιλάρι 
το δισάκι που ‘χω βάζοντας, κάτω από συστάδα με καβάκια 
δίπλα σε ποτάμι, που τα νερά του το βουνό ανεβαίνουν για 
ν’ ανταμώσουνε ξανά με την κορφή, να ξαποστάσω θέλησα 
για λίγο θωρώντας μέσα από τα μισόκλειστά μου μάτια, 
το χρώμα των ανθών του νάρκισσου. Μα εμένα ω δυστυχία 
μου, τα όνειρά μου χρώματα δεν έχουν αφού μονάχα πάντα 
μαύρα είναι. Αφού εκεί Ήλιος δεν βρίσκεται και με το φως 
του όλα λαμπερά να κάμει. Σκούρο είναι το χρώμα του 
σαν το μπακίρι που αγάνωτο έχει μείνει για πολύ καιρό. 
Κι η θάλασσα αντί για αύρα της εσπέρας και δροσιά, σαν λάβα 
που ξεπήδησε από της Γης τα έσω, αλύπητα πόνο και όλεθρο 
γιομίζει σ’ όποιον τολμήσει μπροστά της να σταθεί. Κι αντί για 
τα τραγούδια και τα κελαηδίσματα τα χαρωπά, μονάχα πόνου 
στεναγμοί και βογκητά απελπισιάς ακούγονται. Ας μπόραγα να 
σεργιανήσω έστω και λίγο μέχρι και μένανε να κάψει, 
το κόκκινο της λάβας χρώμα. Κι αυτό ακόμα μαύρο είναι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου