"Δικαίωμα Στη Ζωή" ... Γιάννης Χαραλαμπάκης.

Κάθε απομεσήμερο Κυριακής, η Κυρία με τα ίσια ανοιχτόξανθα
μαλλιά και το προσεγμένο ντύσιμο κατηφορίζει την οδό Ερμού.
Πάντα την ίδια ώρα και μέρα κάνει την βόλτα της χαζεύοντας
τις βιτρίνες και καταλήγει σε ένα καφέ της πλατείας Ασωμάτων.
Πίνει το αναψυκτικό της και κοιτάζει διακριτικά τον κόσμο που
περνάει αργά από μπροστά της.

Φοράει πάντα αυτά τα μαύρα αταίριαστα γυαλιά που κρύβουν
τα όμορφα εκφραστικά της μάτια. Θύμησες γλυκιές από
το παρελθόν, μακρινές και έντονες συνάμα, περνούν σαν
αστραπές από το μυαλό της. Δεν θέλει κανένας να την προσέξει
και σε κανέναν δεν μιλάει.

Φαίνεται σαν κάποιον να φοβάται, σαν κάποιος να κυριαρχεί
επάνω της και προσέχει πολύ να μην του δώσει δικαίωμα.
Ο χρόνος είναι αυτός, που σαν γερομεθύστακας, με τρεμάμενο
χέρι, σμιλεύει κάθε μέρα το πρόσωπο και το κορμί της
χωρίς έλεος.

Αυτή, παθητικά υποταγμένη, δείχνει να κατανοεί τις εντολές του
και σαν να ακολουθεί κάποιο πρωτόκολλο, επιμελώς κρύβει κάθε
ωραίο επάνω της και μετατρέπει το σώμα της σε φέρετρο, που
μέσα έχει θάψει την γυναίκα.

Το θηλυκό, που μόνον από μερικές αυθόρμητες κινήσεις ίσως
κάποιος να μπορέσει να διακρίνει.

Εκείνο το αυγουστιάτικο απόγευμα καθώς βάδιζε με το αργό
και σταθερό της βήμα, κάτι την έκανε να αλλάξει πορεία και
να βρεθεί στο απέναντι πεζοδρόμιο, ήταν μια άσπρη τετράγωνη
γλάστρα που την κάλυπτε ένας μεγάλος σγουρός βασιλικός.
Πλησίασε σαν μαγεμένη, έβαλε απαλά το χέρι της μέσα του
παίρνοντας την μυρωδιά του. 

Στη συνέχεια έφερε το χέρι στο πρόσωπο της και αφού το
μύρισε, χάιδεψε δυο τρεις φορές τον λαιμό της σαν να έβαζε
ένα ακριβό άρωμα.

Αυτή τη σκηνή είδε ο αδιάφορος περαστικός που ερχόταν
από απέναντι και γοητευμένος σταμάτησε να παρακολουθήσει
τις κινήσεις της.

Η γυναίκα προχώρησε προς τα τραπεζάκια της πλατείας ενώ
εκείνος την ακολούθησε και κάθισε στο διπλανό τραπέζι.
Ο σερβιτόρος πλησίασε την γυναίκα και εκείνη του παρήγγειλε
ένα ανθρακούχο νερό.

Αμέσως μετά απευθύνθηκε στον κύριο και αυτός βγάζοντας από
την τσέπη του ένα μεγάλο χαρτονόμισμα του το έδωσε ζητώντας
του έναν καφέ, να πληρωθεί το νερό της κυρίας και να κρατήσει
τα ρέστα αφού πρώτα κόψει ένα κόκκινο τριαντάφυλλο από την
απέναντι ζαρντινιέρα και το προσφέρει μαζί με την παραγγελία
στην Κυρία

Ο σερβιτόρος πήρε το χαρτονόμισμα κοιτάζοντας διακριτικά
γύρω του, το έβαλε στην τσέπη του και έφυγε βιαστικά.
Μετά από λίγο επέστρεψε, άφησε τον καφέ, προχώρησε
στην κυρία και ακουμπώντας το νερό στο τραπέζι,
της είπε ότι είχε πληρωθεί από τον κύριο. Εκείνη αντέδρασε
και κοιτάζοντας τον αυστηρά έβαλε το χέρι στην τσάντα
τραβώντας το πορτοφόλι της.

Στη συνέχεια ο σερβιτόρος ακούμπησε στο τραπέζι το κόκκινο
τριαντάφυλλο λέγοντας της και αυτό από τον κύριο είναι.
Η γυναίκα πάγωσε, άφησε αμήχανα το πορτοφόλι της.
Με το ένα χέρι έπιασε το τριαντάφυλλο και με το άλλο έβγαλε
τα μαύρα της γυαλιά κοιτάζοντας τον κύριο με απορία.
Σαν δυο αυτόφωτα πετράδια τα μάτια της, έκαναν όλο της
το πρόσωπο να λάμπει.

Ακούμπησε απαλά το τριαντάφυλλο στο στήθος της και με ένα
νεύμα της τον ευχαρίστησε.

Εκείνος θαμπωμένος από την αθώα και συνάμα πικρή λάμψη
των ματιών της έμεινε για λίγο σαστισμένος και μετά
την ρώτησε αμήχανα, έρχεστε συχνά εδώ; Η γυναίκα
χαμογέλασε και του απάντησε όχι, μόνο κάθε Κυριακή απόγευμα.
Τις υπόλοιπες ημέρες πρέπει να είμαι σπίτι.

Αφού αντάλλαξαν δυο τρεις αραιές κουβέντες, εκείνη σηκώθηκε
κρατώντας το τριαντάφυλλο στο χέρι και ευχαριστώντας τον
για άλλη μια φορά του είπε ότι πρέπει να φύγει, εκείνος
περπατώντας προς το μέρος της προθυμοποιήθηκε να την πάει
με το αμάξι του που το είχε σταθμεύσει λίγα στενά πιο πάνω.
Σφίγγοντας το τριαντάφυλλο στο χέρι της και με ύφος γεμάτο
παράπονο και θλίψη του αρνήθηκε, λέγοντας του προτιμώ να
φύγω μόνη όπως ήρθα.

Άλλωστε εδώ και πολλά χρόνια έχω μάθει να κυκλοφορώ μόνη.
Μόνη έχω μάθει να ζω.

Αυτός δεν επέμεινε και η γυναίκα τον χαιρέτησε σφίγγοντας του
το χέρι με βουρκωμένα μάτια.

Με μια γρήγορη κίνηση ξαναφόρεσε τα μαύρα γυαλιά και
βιαστικά έφυγε προς το τέλος του πεζόδρομου, λες και την είχε
κυριεύσει μια ενοχή, σαν να είχε κάνει κάποια αμαρτία.
Καθώς χανόταν μες το κόσμο σήκωσε το χέρι της και φάνηκε
σαν να σκουπίζει το πρόσωπο της. 

Προφανώς τα μάτια της δεν άντεξαν το βάρος και ένα δάκρυ
κύλησε στο μάγουλό της.

Σίγουρα δεν ήθελε να φύγει με αυτόν τον τρόπο.
Ίσως αυτή η ασήμαντη και τόσο σύντομη συνάντηση να μείνει
χαραγμένη στο μυαλό της για πολύ καιρό.

Ίσως να την θυμάται τα βράδια που μένει μόνη και να δακρύζει.
Όμως δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, ήταν δέσμια του δυνάστη
της, του χρόνου που εκτός από τα σημάδια του στο σώμα της,
είχε χαράξει και την ψυχή της.

Ανάθεμα στον αθάνατο άρπαγα που αδίστακτα στέρησε την
φρεσκάδα και μαύρισε την ψυχή αυτης της γυναίκας, κάνοντάς
την να φυλακίζει το θηλυκό όλο και πιο βαθιά μέσα της,
αφαιρώντας το δικαίωμα της στη ζωή. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου