Το Δάκρυ και η Θάλασσα... Σταυρούλα Δεκούλου.

Απίστευτο - Eρευνα υποστηρίζει ότι οι γοργόνες ήταν ο πρόγονος του ...
Μια φορά κι έναν καιρό σ’έναν τόπο μακρινό γεννήθηκε
μια κοπέλα που όμοιά της δεν είχαν δει τ’άστρα για αιώνες.
Το δέρμα της ήταν τόσο λευκό που φάνταζε διάφανο
και τα μάτια της είχαν το χρώμα τ’ουρανού, εκείνο το
μενεξεδί που ανατέλει κάθε που ο ήλιος πνίγεται γλυκά στο
θαλάσσιο ορίζοντα. Τα χείλη της ήταν κόκκινα σαν ανοιξιάτικο
τριαντάφυλλο και τα μάγουλά της είχαν ένα απαλό ροδί σαν
το πρώτο φιλί της άνοιξης. Ο Μάρτης τη λάτρευε και ο Απρίλης
την υμνούσε, ο Αύγουστος τη ζήλευε και ο Δεκέμβρης της
τραγουδούσε. Ο Βοριάς λάτρευε να περνά ανάμεσα στα μακριά
μαύρα μαλλιά της. Μαύρα σαν την ώριμη νύχτα την ώρα που
τα όνειρα βρίσκονται στο απώγειό τους και τ’ άστρα
ασελγούν πάνω στο ουράνιο στερέωμα.
Ιλάιρα την έλεγαν και κάθε πρωί οι δροσοσταλιές συλλάβιζαν,
σταλάζοντας, το όνομά της. Η Ιλάιρα ήταν η κόρη εκείνη,
που άνθρωπος δεν υπήρξε ποτέ που να διαβεί απο δίπλα της
και να μη γυρίσει να την κοιταξεί, να μην χαθεί στους
καταρράκτες των ματιών της, να μη μαγευτεί απο την κελαρυστή
φωνή της. Όλοι τη ζήλευαν και τη λαχταρούσαν.
Όλοι επιθυμούσαν να βρεθούν δίπλα της.
Να τη θωρρούν και να την ακούνε γιατί η μορφή της
ημέρευε την πλάση και κοίμιζε τα κακά στοιχειά.

Mα όσο όμορφη και ξεχωριστή ήταν εκείνη, άλλη τόση ήταν
και η ταπεινότητα που τη διέκρινε. Η συμπεριφορά της
και ο τρόπος που αντιμετώπιζε τη ζωή και τους ανθρώπους
ξεχείλιζε από ευγένεια και σεβασμό, λες και αυτό το πλάσμα
ουδέποτε είχε αντικρύσει την ομορφιά ή τη λάμψη του.
Και ήταν αυτή η απλότητά της και η ευγένεια του χαρακτήρα της
που την έκανε να λάμπει ακόμα περισσότερο. Ένας διάττοντας
αστεράς να διαγράφει μια φωτεινή πορεία στο ουράνιο
στερέωμα σε μια ατέλειωτη πορεία και αντί να αποδυναμώνεται
να συνεχίζει ακόμα πιο μακριά. Θνητοί και αθάνατοι κοιτούσαν
με λατρεία τη νέα γυναίκα. Εκείνη απονήρευτη ζούσε τις
μέρες της γαλήνια προσφέροντας απλόχερα την αγάπη και τη
φροντίδα της σε όποιον την είχε ανάγκη. Η γλυκύτητά της
ηρεμούσε κάθε ψυχή ανταριασμένη και το ζεστό της βλέμμα
απάλυνε και θεράπευε κάθε πόνο της ψυχής.
Μια επίγεια θεά της γιατρειάς και της παρηγοριάς, ένα πλάσμα
που μόνο καλό μπορούσε να κάνει.

Τα χρόνια περνούσαν και η Ιλάιρα όλο και μεγάλωνε και
ομόρφαινε και παρά το γεγονός οτι την έβλεπαν καθημερινά,
πάνταη ομορφιά της και η καλοσύνη της ξάφνιαζε γλυκά τους
γύρω της. Μα εκείνη παντα ίδια, να υπάρχει για τους άλλους και
η χαρά τους να γεμίζει την δική της την ύπαρξη, που ποτέ δεν
αναζήτησε σύντροφο ή συνοδοιπόρο στη ζωή ή την αγάπη.
Όσο όμορφη κι αν ήταν, όσο κι αν γύρω της η ζωή εξελισσόταν
και οι φίλες και οι γνωστές της έφτιαχναν την ζωή τους, έφερναν
στον κόσμο παιδιά και μεγάλωναν την οικογένειά τους εκείνη
παρέμενε μόνη της.
Το πιο παράξενο από όλα ήταν ότι ποτέ δεν αναζήτησε
κάτι παραπάνω, κάτι για τον εαυτό της, αγαπημένο, παιδιά,
οικογένεια. Ήταν σαν να είχε παντρευτεί τον κόσμο. Αγαπούσε
τους πάντες, αλλά και όλοι την άφηναν αδιάφορη. Στη μεγάλη
της καρδιά, ποτέ και τίποτα δεν κέντρισε το ενδιαφέρον της.
Μια μέρα ο δρόμος την έβγαλε σε μια ακροθαλασσιά.
Ήταν λίγο πριν τη δύση του ήλιου.
Ο ουρανός είχε πάρει ένα βαθυκόκκινο χρώμα και γέλασε
παιδιάστικα σαν θυμήθηκε τη γιαγιά της να της εξιστορεί
την ιστορία με τον λαίμαργο πεινασμένο ήλιο που απο τη
βιασύνη του δάγκωνε το δάχτυλό του και το αίμα του
στάζοντας πάνω στα σύννεφα τα έβαφε κόκκινα.

Η θάλασσα απλωνόταν απέραντη και βαθυγάλαζη μπροστά της
κι εκείνη για πρώτη φορά ένιωσε μια παράξενη ανατριχίλα.
Άγνωστη της ήταν αυτή η αίσθηση, αυτό που τάραξε την ηρεμία
της ψυχής της. Ήταν αυτός ο παράξενος ήχος, που έκανε
το νερό, που διαπερνούσε το μυαλό της γεννώντας της μιαν
παράξενη ευφορία, μιαν ακατανόητη χαρά. Σαν μουσική έφτανε
αυτός ο ήχος στ’ αυτιά της κι εκείνη χωρίς να μπορεί να
κατανικήσει αυτήν την παράξενη επιθυμία που γεννήθηκε
μέσα της έβγαλε τα παπούτσια της και μπήκε μέχρι τα γόνατα
στο νερό και άρχισε να χορεύει. Ένα αεράκι ανακάτευε
τα μαλλιά της κι εκείνη λικνιζόταν στους ρυθμούς του.
Ξαφνικά το νερό ανατάραξε και μια υδάτινη μορφή
σχηματίστηκε μπροστά της.
Ήταν μια αντρική μορφή αποτελούμενη απο νερό και μόνο,
η οποία είχε σταθεί μπροστά της και την κοίταζε.

Η Ιλάιρα πισωπάτησε ξαφνιασμένη, όχι τρομαγμένη ομως.
Απέμεινε να κοιτάζει το πλάσμα απέναντί της αμίλητη.
Το ίδιο κι εκείνο. Η μορφή την πλησίασε κι άλλο κι εκείνη
εκει ακίνητη να το κοιτά. Δε φοβόταν, ήταν σαν να μιλούσε
μες στο μυαλό της η μορφή εκείνη.
«Ποιος είσαι»; ένιωσε το μυαλό της να το ρωτά.
«Είμαι ο Ωκεανός», αποκρίθηκε εκείνος.
«Σε είδα να χορεύεις, όταν τραγούδαγα και δεν μπόρεσα
να μη σε θαυμάσω», της είπε.
«Εμένα;» ρώτησε εκείνη απορημένη.
«Θαύμασες εμένα;» συνέχισε. «Γιατί;»
«Επειδή μοιάζεις με νεράιδα», απάντησε ο Ωκεανός.
«Δεν είσαι από τη γη, είσαι από άλλο κόσμο, από τον
δικό μου ή από αλλού ακόμα πιο μακριά.»
«Μα γιατί το λες αυτό;» ξαναρώτησε εκείνη χωρίς να
καταλαβαίνει. «Δεν έχεις δει ποτέ τον εαυτό σου;»
ρώτησε ο Ωκεανός και ήταν σαν να χαμογελούσε.
«Έφτιαξε μπροστά της ένα είδωλο στρογγυλό σαν καθρέπτη
και την άφησε να κοιτάξει μέσα σε αυτό ενώ το φεγγάρι
σαν να κατέβηκε ακριβώς απο πάνω τους και φώτισε με
όλη τους τη δύναμη για να δει η νέα κόρη. Η Ιλάιρα κοίταξε
προσεκτικά μέσα στον υδάτινο καθρέπτη και για πρώτη ίσως
φορά αντίκρισε την εικόνα της σε όλο της το μεγαλείο.

Είδε το λευκό, σχεδόν διάφανο δέρμα της ν’ αφήνει να περνά
η λάμψη του φεγγαριού σχεδόν από μέσα του, κάνοντάς την να
μοιάζει κι αυτή με ουράνιο πλάσμα. Είδε τα μαύρα μαλλιά της να
χάνονται μέσα στο νερό σαν μαύρος καταρράκτης και να
αγκαλιάζουν το βρεγμένο της κορμί, είδε τα μάτια της που είχαν
το χρώμα του θαλάσσιου πλάσματος που την κοίταζε με λατρεία.
Αλήθεια δεν έμοιαζε με καμιά από τις φίλες της κι όμως ποτέ δεν
το είχε αντιληφθεί ούτε και είχε δώσει σημασία στα βλέμματα
των άλλων που τώρα ξαφνικά αντιλαμβανόταν γιατί τα
εισέπραττε. Ουδόλως όμως αυτή η αποκάλυψη δεν άλλαξε
σε τίποτα την ψυχή της ή τον τρόπο που αντίκρυζε τον κόσμο.
Ο καθρέπτης χάθηκε και ο θαλάσσιος άνδρας εμφανίστηκε
και πάλι μπροστά της. Μόνο το φεγγάρι απέμεινε να φέγγει
απο πάνω τους σαν να θέλει να είναι μάρτυρας αυτής της
γνωριμίας, αυτού του παράξενου δεσμού που άρχιζε ξαφνικά.

Η ώρα περνούσε και η Ιλάιρα σαν να βγήκε ξαφνικά από
μια παράξενη αποχαύνωση και κοιτώντας το πλάσμα απoκρίθηκε
«Πρέπει να φύγω, αλλά ...»
«Αλλά...», ρώτησε ο Ωκεανός με μια αγωνία στη φωνή του.
«Άλλα θα ξανάρθω αύριο», είπε εκείνη.
«Νομίζω πως μου είναι αδύνατο να μην ξανάρθω»,
είπε και γύρισε να φύγει, χωρίς άλλη κουβέντα,
χωρίς καληνύχτα ή αποχαιρετισμό. Ήξερε και η ίδια πως
μόνο το κορμί της είχε φύγει. Το πνεύμα της ήταν ακόμα εκεί
να χορεύει μέσα στο θαλασσινό νερό.
Το επόμενο απόγευμα η Ιλάιρα ξαναπήγε στην ακροθαλασσιά
και μόλις πλησίασε στο νερό αυτό ανατάραξε και ο Ωκεανός
ξαναεμφανίστηκε μπροστά της. Στέκονταν ο ένας απέναντι
στον άλλον χωρίς να χρειάζεται να μιλούν. Τα πνεύματά τους
σε πλήρη αρμονία επικοινωνούσαν σιωπηλά. Οι ώρες περνούσαν
κι εκείνη του εξιστορούσε την επίγεια ζωή της ενώ εκείνος της
μιλούσε για μέρη μακρινά, για πλάσματα θαλάσσια που ούτε η
ίδια φανταζόταν οτι υπήρχαν στον κόσμο που ζούσε. Θαλάσσια
κήτη και στοιχειά ξεδιπλώνονταν μπροστά της και παίρναν
μορφή και χρώμα. Ο νους της γέμιζε με νέες εικόνες και εκείνη
ασταμάτητα ρουφούσε κάθε πληροφορία καθε ομορφιά που
της περιέγραφε ο Ωκεανός.
Πέρασε κι εκείνη η νύχτα και ήρθε η επόμενη και αυτή την
ακολούθησαν άλλες πολλές. Η μια διαδεχόταν την άλλη
και τα δυο πλάσματα θνητό και θείο εξακολουθούσαν να
συναντιούνται σ’ εκείνη την απόμερη γωνιά του κόσμου.
Οι δυο τους θαρρείς και μόνο εκείνες τις στιγμές υπήρχαν
στ΄αλήθεια. Η ύπαρξή τους στον κόσμο δικαιωνόταν μόνο
τις ώρες εκείνες που ο ένας ταξίδευε τον άλλο στον κόσμο του
και κάθε βράδυ η Σελήνη γινόταν μάρτυρας αυτού του
παράξενου δεσμού, τόσο όμορφος στην ψυχή και τόσο
αταίριαστος στον νου. Μάρτυρας και κριτής το φεγγάρι σε
ό,τι οι δυο τους μοιράζονταν, μάρτυρας το φως του στα
διψασμένα μάτια και των δυο που ικανοποιούνταν μόνο
όταν αντίκρυζαν ο ένας την μορφή του άλλου.

Ο καιρός περνούσε κι ένα βράδυ ο Ωκεανός την ώρα που
η Ιλάιρα ετοιμαζόταν να φύγει της είπε,
«Μείνε εδώ απόψε». «Να μείνω εδώ; ‘Ολη νύχτα;»
ρώτησε εκείνη. «Ναι όλη νύχτα και όλη την αυριανή μέρα και
κάθε μέρα από τώρα και ύστερα. Δεν θέλω να ξαναφύγεις ποτέ
πια» «Να μην ξαναφύγω...» σιγοψιθύρισε η Ιλάιρα
Δεν κατάλαβε πότε κανείς αν πέρασαν δευτερόλεπτα, ώρες ή
αιώνες. Ο χρόνος πάγωσε και όταν άρχισε πάλι να κυλάει,
η όμορφη κόρη βρισκόταν στην υδάτινη αγκαλιά του Ωκεανού.
Νερό την τύλιξε και τη σήκωσε ψηλά πάνω από τα όρια του
εδάφους. Δεν πατούσε, αλλα ούτε και κολυμπούσε.
Σαν να αιωρούνταν ανάμεσα και πάνω από τα κύματα.
Νερό την κατέκλυσε και την εξαφάνισε για να αναδυθεί
εκ νέου μέσα σ’ ένα κόσμο αισθήσεων που όμοιές τους
δεν είχε ξαναζήσει. Μια ορμή την συντάραξε και μια γλυκύτητα
την παρέσυρε σε ένα μεθύσι του κορμιού και του νου. Γη και
ουρανός ανακατεύτηκαν, γινήκανε μια μάζα και ξανασκόρπισαν
στα δυο. Ο χώρος και ο χρόνος απέκτησαν νέες διαστάσεις.

Πέρασαν ο ένας τα όρια του άλλου. Διαλύθηκαν και
ξαναφτιάχτηκαν όπως στην αρχή της δημιουργίας χιλιάδες
χρόνια πριν. Και η νεαρή κόρη, γυναίκα έγινε με το νερό
και το νερό παντρεύτηκε. Ενώθηκε μαζί του καθώς μέσα
σε αυτό πνίγηκε και γλυκά πέθανε κι αναστήθηκε με νέα πνοή.
Την πνοή του Ωκεανού. Ακόμα και το φεγγάρι κρύφτηκε τη
νύχτα εκείνη και όσοι πρόλαβαν να το δουν , το είδαν να
κοκκινίζει ντροπαλά σε όσα είδαν τα μάτια του από τον
ανομολόγητο έρωτα των δυο αταίριαστων εραστών.
Του απραγματοποίητου που έγινε αλήθεια.
Λίγο πριν το ξημέρωμα η κόρη με δυσκολία αποχωριστήκε
τον θείο εραστή της και με μισή καρδια γύρισε στο σπίτι της.
Ο νους της δε χώραγε όσα το σώμα και η καρδιά της
καταμαρτυρούσαν. Οι αισθήσεις της ανταριασμένες ρούφαγαν
κάθε λεπτομέρεια του κόσμου γύρω της και όμως ένιωθε
τα πάντα γύρω της άχρωμα και αδιάφορα. Θαρρείς και το
χαμόγελο είχε σωπάσει μέσα της. Ένιωθε μισή. Ήδη της έλειπε
ο Ωκεανός και η αίσθηση του νερού που λίγες ώρες πριν την
ταξίδευε γλυκά. Γυρνώντας στο σπίτι της αντίκρισε τους
φίλους και τους αγαπημένους της που μόλις είχαν ξυπνήσει να
της χαμογελούν ζεστά, όμως αυτό δε γλύκανε και πολύ το
κομμάτι που της έλειπε. Η απουσία του την πονούσε. Η μέρα
πέρασε με όσα έκανε τόσα χρόνια μόνο που η Ιλάιρα λίγη
ομορφιά έβρισκε πια. Ήταν πάντα γλυκιά κι ευγενική με όλους,
αλλά τα μάτια της δεν χαμογελούσαν το ίδιο.
Ο νους της σιωπηλά μετρούσε κρυφά τις ώρες ως το
απόβραδο, ως το επόμενο σμίξιμο με ό,τι τόσο παράταιρα
ταιριαστό είχε ξαφνικά αποκαλυφθεί μπροστά της.

Ο Ωκεανός από την ώρα που έφυγε απο δίπλα του το
ταίρι του αντάριασε και τα νερά του χτυπούσαν μανιασμένα
πανω στους βράχους. Κανένα σκαρί δεν μπόρεσε να λύσει
εκείνη τη μέρα και μια βάρκα που τόλμησε να απομακρυνθεί
διαλύθηκε σε χίλια κομμάτια από τα θυμωμένα νερά και
μόλις και μετά βίας σώθηκαν ο ψαράς και ο γιος του που
βρίσκονταν μέσα σε αυτή. Τα δίχτυα έμειναν άδεια εκείνη τη
μέρα και πολλά σπιτιά έμειναν χωρίς μεσημεριανό φαγητό.
Η Ιλάιρα παρατηρούσε θλιμμένη.
Δεν ήξερε τι ένιωθε περισσότερο.
Το κενό που μοιραζόταν με τον Ωκεανό ή την αγωνία
και την πείνα των γύρω της. Η καρδιά της είχε χωριστεί
σε δυο κομμάτια, γιατί τον αγαπούσε αυτόν τον τόπο
και όλους αυτούς τους ανθρώπους που τόσα χρόνια
περιέβαλλε με την αγάπη και τη φροντίδα της.
Αλλα δεν άντεχε και να σκεφτεί τη ζωή της χωρίς τη μαγεία
που της πρόσφερε η αγκαλιά της θάλασσας.

Ο καιρός περνούσε με νύχτες γεμάτες έρωτα και μέρες
θλιμμένες και γεμάτες αγωνία καθως κάθε πρωί ο Ωκεανός
έβγαζε όλο του το μένος πάνω στα ακρογιαλιά και τις ακτές.
Μάταια η Ιλάιρα τον παρακαλούσε να ηρεμήσει τα νερά,
όμως ο Ωκεανός της αποκρινόταν πως όταν εκείνη ήταν
μακριά του ο πόνος του ήταν τόσος που δεν μπορούσε να
ορίσει τον εαυτό του και όλο αυτό μεταφραζόταν σε μια
μόνιμη κακοκαιρία που μόνο τα βράδια κοντά της ημέρευε
και σταματούσε. Προσπάθησε ακόμα και να τον απειλήσει
οτι δεν θα ξαναπήγαινε ποτέ να τον ξανανταμώσει αν δεν
σταματούσε, όμως το κορμί και ο νους της σαν υπνωτισμένα
την οδηγούσαν κάθε βράδυ στην ακρογιαλιά κοντά του.
Η Ιλάιρα τα βράδια πετούσε στα σύννεφα κι άγγιζε μια το
βυθό και μια τα άστρα ενώ τις μέρες έβλεπε τους αγαπημένους
της να γίνονται όλο και φτωχότεροι, τα δίχτυα να μένουν άδεια
και τα παιδιά να πεινούν. Βαρύ το τίμημα που πλήρωναν οι
αγαπημένοι της για τη χαρά και την αγάπη που ένιωθε εκείνη.
Σιγά σιγά η θλίψη υπερσκίασε τη χαρά της και μη μπορώντας
να αντέψει άλλο τα βάσανα του τόπου της ένα πρωινό
αποφάσισε να ανέβει σε μια βάρκα μαζί με τους ψαράδες. 

Μάταια της έλεγαν οτι δεν ήταν συνετό να λύσουν το σκαρί και
να ξεμακρύνουν από το γιαλό, εκείνη όμως ήταν ανένδοτη.
Έπρεπε να βρεθεί μια λύση, όποιο και αν ήταν το τίμημα.
Σκέπασε το πρόσωπο της και τα μαλλιά της με μια μακριά
πορφυρή μαντήλα, μπήκε στη βάρκα και μαζί με άλλους δυο
ψαράδες λύσαν το σκοινί και άρχισαν να τραβούν κουπί προς
τα βαθειά. Η θάλασσα λυσσομανούσε και το θαλασινό νερό τους
χτυπούσε στο πρόσωπο. Τα κύματα άπονα και βίαια χτυπούσαν
το μικρό σκαρί που σαν καρυδότσουφλο σε λίμνη προσπαθούσε
να ισορροπήσει πάνω σε όλη αυτή τη θαλασσινή αγριάδα.
Πέρασαν λίγες μόνο στιγμές μέχρι η βάρκα να διαλυθεί στα δυο
και οι φίλοι της όπως και αυτή να βρεθούν στο νερό.
Ήταν διαφορετική η αίσθηση τούτη από αυτή που απολάμβανε
τα βράδια στην αγκαλιά του Ωκαενού. Τώρα δεν ήταν μέθη,
αλλά θάνατος. Το νερό την σκέπασε και την σκότωνε.
Νερό στο στόμα, στη μύτη της, στα πνευμόνια της, παντού.

Η κόρη αδυνατούσε να αναπνεύσει και όλο γύρω της σιγά σιγά
σκοτείνιαζαν ενώ μια απερίγραπτη αίσθηση φόβου και
σκοτεινιάς την καταβρόχθιζε. Θάνατος ήταν αυτό που ερχόταν
να τη σκεπάσει. Πάλευε απεγνωσμένα με τα κύματα και έχανε
ξανά και ξανά. Η ανάσα αδύναμη, ανύπαρκτη και ο νους της
θολός και αδύναμος να σκεφτεί ή να αντιδράσει.
Η κάθε μάχη με τα κύματα χανόταν, το σώμα της βάραινε
στιγμή τη στιγμή και κάποια στιγμή χάθηκε και ο πόλεμος.
Μαύρο πέπλο την σκέπασε και το κορμί της άρχισε να βυθίζεται
προς το σκοτεινό πυθμένα της θάλασσας. Έτσι όπως γλιστρούσε
στα άπατα νερά, η μαντήλα γλίστρισε από πάνω της και φάνηκε
το πρόσωπο και τα μαλλιά της. Ξαφνικά η θάλασσα ημέρεψε
και τα κύματα χάθηκαν ξαφνικά όπως είχαν έρθει.

Ο Ωκεανός πλησίασε το άψυχο κορμί και το έσυρε στην
επιφάνεια της θαλασσας. Δεν μπορούσε να πιστέψει
οτι το πρόσωπο που αντίκρυζε ήταν της αγαπημένης του.
Δεν μπορούσε να δεχτεί οτι το παγωμένο σώμα που άγγιζε
ήταν αυτό που κάθε βράδυ υμνούσε και ότι ήταν νεκρό από
δικό του σφάλμα. Σαν να αποκαλύφθηκε μπροστά του όσα
τόσον καιρό προσπαθούσε η αγαπημένη του να του εξηγήσει.
Μπορεί η ψυχή της να άγγιζε το θείο και η ομορφιά της να
ήταν από άλλο κόσμο χαρισμένη όμως στην καρδιά της
ήταν θνητή. Ήταν θνητή η κόρη εκείνη, επίγεια και πριν
τον ανταμώσει ζούσε για ν’ αγαπά τον θνητό κόσμο όπου
ανήκε. Ήταν εκείνος που την οδήγησε στη τρέλα αυτή, στην
πορεία της προς το θάνατο για να του δώσει να καταλάβει
πόσο λάθος έκανε που άφηνε την αγάπη του αντί για ευλογία να
γίνει πληγή για τους ανθρώπους, τους δικούς της ανθρώπους.
Αν η θάλασσα έχει φωνή τότε δικό του ήταν το ουρλιαχτό που
αντήχησε στο σύμπαν τη στιγμή εκείνη. Μια κραυγή υπέρτατης
οδύνης, ένα ουρλιαχτό που μόνο όποιος χάσει κάποιον
δικό του αγαπημένο μπορεί να πιστέψει ότι μπορεί να βγει
απο στόμα ανθρώπου ή Θεού. Σύννεφα μαζεύτηκαν πάνω
από τη θάλασσα, σκοτείνιασε η φύση όλη καθώς μήτε
ο ουρανός μήτε ο ήλιος μπορούσαν να πιστέψουν το δράμα
που είχαν αντικρύσει τα μάτια τους.

Τόση ήταν η οδύνη και η απελπισία του Ωκεανού που έκανε
τον Θεό των Πάντων να σηκωθεί από τον θρόνο του εκεί
ψηλά στο ουράνιο στερέωμα και σαν λάμψη να εμφανιστεί
μπροστά του. Ανάμεσα απο τα σύννεφα και το σκοτεινό ουρανό
κατέβηκε ο Θεός των Πάντων σαν κεραυνός και στάθηκε
μπροστά στον Ωκεανό ο οποίος συνέχιζε να κρατά τη νεκρή
κόρη. Καιρό τώρα παρακολουθώ εσένα και την Ιλάιρα. 
Την παρατηρώ από την πρώτη στιγμή της γέννησής της
να διαβαίνει την πορεία της στην γη, να μοιράζει απλόχερα
την αγάπη και τη συμπόνοια της στους ανθρώπους.
Κι εσύ όταν σου δόθηκε η ευλογία της αγάπης της άφησες
τον εγωισμό και τον έρωτα αντί να σε άρρουν στο φως
να σε ρίξουν στα σκοτάδια του εγωισμού και της παράνοιας.
Πόσες φορές σε παρακάλεσε και σε ικέτεψε να ημερέψεις,
να σκεφτείς όλους αυτούς που εκείνη αντιπροσώπευε,
τους θνητούς και τους αδύναμους. Εκείνη σου χάριζε την
αγάπη της κι εσύ αποδυνάμωνες το λαό της. Και χρειάστηκε
να πεθάνει η ίδια απο δικό σου μένος για να καταλάβεις
πώς είναι να πονάς στ’ αλήθεια για κάποιον, να ματώνεις
για την απώλειά του, να μένεις ανίσχυρος χωρίς να μπορείς
να αλλάξεις τη μοίρα που σου αποκαλύφθηκε κι ας
ευθύνεσαι εσύ για αυτή.

Κοιτούσε ο Ωκεανός και δεν αποκρινόταν, άκουγε και παρέμενε
σιωπηλός. Τι τάχα μπορούσε να πει; Πώς να απαντήσει στο
Υπέρτατο Ον όταν μάλιστα είχε σκοτώσει ό,τι του είχε χαριστεί
πέρα από ανθρώπινους και θείους νόμους και κανόνες.
Γονάτισε σκύβοντας το κεφάλι και η κατάρα του ήταν ότι δεν
μπορούσε ούτε να κλάψει γιατί τα δάκρυα ειναι προνόμιο
των θνητών. Ευχή και όχι κατάρα να ζωγραφίζουν πάνω
στα πρόσωπα τους άλλοτε θλίψη και άλλοτε χαρά.
Σιώπησε και περίμενε...

- Όμως εγώ, ξαναμίλησε ο Θεός των Πάντων, με αγάπη
έφτιαξα αυτόν τον κόσμο και η αγάπη είναι αυτή που θα
σε σώσει. Όχι η δική σου μα η δική της, γιατί στην αγάπη
οι θνητοί είναι πιο δυνατοί από τους θεούς.
Μια λάμψη χάιδεψε το πρόσωπο της Ιλάιρας και το
κορμί της άρχισε να ζεσταίνεται και στιγμές μετά η νέα κοπέλα
άνοιξε τα μάτια της σαν να ξυπνούσε από ένα βαθύ ύπνο
και όχι σαν να επέστρεφε από τον οίκο του θανάτου.
Χάθηκε ξαφνικά μέσα από τα χέρια του Ωκεανού και βρέθηκε
μαζί με τους άλλους δυο ψαράδες που ειχαν ήδη βγει στη ξηρά
και κοιτούσαν αμίλητοι. Η κοπέλα γύρισε τα μάτια ψηλά στον
ουρανό χωρίς να καταλαβαίνει, χωρίς να μπορεί και η ίδια να
αντιληφθεί τι συνέβαινε μπροστά της.

- Ιλάιρα θα επιστρέψεις στη θνητή σου ζωή και θα συνεχίσεις
να σκορπάς την αγάπη σου στον κόσμο, γιατί χωρίς την
συμπόνια και τη φροντίδα σου θα ορφανέψει ετούτος ο τόπος.
Κι εσυ Ωκεανέ θα αρχίσεις να ορίζεις και πάλι την θάλασσα
με σύνεση και αγάπη για όσους την τιμούν και ζουν από αυτή.
Η αγάπη σου Ιλάιρα για τους ανθρώπους έσωσε κι εσένα και
τον Ωκεανό, αφού δέχτηκες να βάλεις τον εαυτό σου σε
δεύτερη μοίρα. Γιατί η αυτοθυσία και η ταπεινότητα είναι αυτή
που κάνει τη ρόδα αυτού του κόσμου να γυρνά και χαρίζει
ελπίδα και κουράγιο στους ανθρώπους να συνεχίζουν να
προσπαθούν. Η αγάπη που μοιραστήκατε όμως είναι τόσο
μεγάλη που κατάφερε να σπάσει κάθε φυσικό και θείο
εμπόδιο και μπόρεσε να σμίξει το θνητό με το αθάνατο.
Αυτό ούτε εγώ δεν θέλω να το εξαφανίσω μιας και τα
πλάσματα που αγαπούν έχουν δύναμη να προσφέρουν
το υπέρτατο καλό σε αυτόν τον κόσμο. Ιλάιρα, μια φορά
το χρόνο, τη νύχτα που η διάρκειά της ξεπερνά την ημέρα
θα μπορείς να έρχεσαι εδώ και να συναντάς τον Ωκεανό.
Η Σελήνη θα λείπει το βράδυ αυτό κι εσείς για όσο 
το σκοτάδι διαρκεί θα μπορείτε να ταξιδεύετε στη θάλασσα
μαζί  και να ενώνετε τη θεία με την ανθρώπινη φύση σας. 

Μόλις όμως ξημερώσει ο καθένας από σας θα γυρίζει στην 
δική του ζωή και πραγματικότητα και θα αποδεικνύει την αξία 
της ύπαρξής του πάνω στη γη. Αυτά είπε ο Θεός των Πάντων 
κι έφυγε όπως είχε εμφανιστεί. Ο Ωκεανός γαληνεμένος 
που είδε την αγαπημένη του να γυρνά στη ζωή, ένιωσε 
ευγνωμοσύνη ακόμα και γι’ αυτή τη μια και μόνη νύχτα 
που του χαρίστηκε . Η Ιλάιρα κοιτώντας τον με λατρεία τον 
αποχαιρέτησε και γύρισε να φύγει μαζί με τους ψαράδες. 
Ένα δάκρυ γλυκιάς θλίψης και ανακούφισης έτρεξε στο 
πρόσωπό της για να αντιληφθεί οταν έφτασε στα χείλη της 
ότι ήταν αλμυρό.

- Τα δάκρυά σου, ακούστηκε η φωνή του Ωκεανού, θα έχουν
από τώρα και στο εξής τη γεύση της θάλασσας, για να
θυμάσαι κάθε που δακρύζεις και στις χαρές και τις λύπες πόσο
σε αγαπώ και πως θα είμαι πάντα μέσα σου και δίπλα σου
ακόμα κι αν θα σε συναντώ μια φορά κάθε χρόνο.
Πέρασαν χρόνια πολλά κι ακόμα περισσότερα και για όλη της
τη θνητή ζωή μια φορά κάθε χρόνο η Ιλάιρα έσμιγε με τον
Ωκεανό κάτω από τη σιγουριά και την ασφάλεια της νύχτας.
Όταν ήρθε η ώρα ν’ αφήσει το θνητό κόσμο οι αγαπημένοι
της την έντυσαν όμορφα, την έβαλαν σε μια ξύλινη βάρκα
και την άφησαν να κυλήσει πάνω στο θαλασσινό νερό να
φτάσει στην αγκαλιά του Ωκεανού. Εκεί ο Θεός των Πάντων
εμφανίστηκε για δεύτερη φορά κάνοντας την Ιλάιρα
γοργόνα αθάνατη και αφήνοντας την στο πλευρό
του Ωκεανού για την αιωνιότητα.

Χρόνια και χρόνια μετά μόνο τα δάκρυα έχουν μείνει μάρτυρες
αυτής της αγάπης, της καθε αγάπης που αν δεν τη σεβαστείς
και δεν της φερθείς με σύνεση μπορεί να γίνει καταστροφή
και πλημμύρα που, πρώτα απ’ όλα, θα πνίξει ό,τι αγαπάς.
Και τα δάκρυα ακόμα διασχίζουν τα πρόσωπα των ανθρώπων
και έχουν μιαν ανεπαίσθητη αλμύρα, που όταν φτάνουν
στα χείλη μας κάνουν να σκεφτούμε ότι ακόμα και αν είμαστε
μόνοι μας στη λύπη ή στη χαρά μας, σίγουρα ό,τι μας αγαπάει
και αγαπάμε είναι πάντα δίπλα μας ακόμα και όταν αυτό λείπει.

Ευχαριστώ θερμά την κριτική επιτροπή του ΕΠΟΚ για την
τιμή της προσοχής και της κρίσης της.
Αυτούς τους δύσκολους καιρούς που διανύουμε ας είναι
το πνεύμα και η τέχνη συνοδός μας σε κάθε μας προσπάθεια.
ΑΠΟΤΕΛΈΣΜΑΤΑ 10ου ΠΑΓΚΌΣΜΙΟΥ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΎ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΎ Ε.Π.Ο.Κ.
ΒΡΑΒΕΙΟ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΙΜΗ ΤΟΥ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΗ ΓΙΑΝΝΗ ΓΑΡΠΟΖΗ
ΑΡΙΣΤΕΙΟN:
ΔΕΚΟΥΛΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ: ΤΟ ΔΑΚΡΥ ΚΙ H ΘΑΛΑΣΣΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου