Σκέψου ποια χέρια λοιπόν, ξεκουράστηκαν μες στα δικά σου. Σκέψου από ποιες ερημιές ήρθανε προς εσένα. Πόσες πληγές έχουν πάνω τους, αόρατες για όλα τα μάτια, χαρακωμένα από ρεμματιές, μουσκεμένα, όπως οι ολόγυμνοι κλώνοι ενός δέντρου μετά τη βροχή. Σκέψου λοιπόν όταν απόψε ή αύριο, ή όταν κάποτε θα τ' αποχαιρετήσεις, πόσους κόσμους θ' αποχαιρετήσεις μαζύ, πόσα σπίτια, πόσα πρόσωπα, δρόμους, κοπιώντες, παιδιά μες στα λίκνα τους, όταν θα τελειώσει η φιλοξενία σου και τα χέρια μου θα σηκωθούνε όπως δυο δίδυμα γεράκια που ανεβαίνουν στον ουρανό, όταν αύριο θα τα προπέμψεις στη μοίρα τους, όπως μια πόρτα που κλείνει νωρίς το χειμώνα κι' ακούγονται αμέσως δέκα άγγελοι σε πορεία, που τρίζουνε λυπημένα τα βήματά τους απ' έξω στο χιόνι. Ας σου κρύψει το πρόσωπο ο χρόνος, ας σου κρύψει το σώμα σου. Ωστόσο τα χέρια σου που ακούμπησαν πάνω τους τα δικά μου θα μείνουν απ' έξω απλωμένα να διακρίνονται στον ορίζοντα όπως διακρίνονται οι γυμνές κορφές του Πενταδάχτυλου. Και τούτο μου το τραγούδι θα 'ναι το άνθος που θα το φέγγει ανάμεσα στα δάχτυλά σου ο ήλιος και που δε θα 'ναι παρά η μαρτυρία μου για κείνους που θα ρωτούν και που δε θα 'ναι παρά η αλήθεια μου γι' αυτούς που θα μ' αγαπούν, αυτό που στους αιώνες θα μείνει από μένα. Δε θα 'ναι το έργο μου. Δε θα 'ναι τα σπίτια που έχτισα. Δε θα 'ναι τα φράγματα που ύψωσα στους κατακλυσμούς του αιώνα μου. Δε θα 'ναι τα δέντρα που φύτεψα. Θα 'ναι η καρδιά μου... Νικηφόρος Βρεττάκος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου