Ερωτικές μικρές ιστορίες... Τάκης Κτενάς.

Τα χείλη σου αλμυρά σαν θάλασσα και με γεύση από κρασί μπρούσκο. Πίναμε κρασί, κόκκινο γλυκό κρασί σαν τα χείλη σου και μετά κοιταζόμασταν στα μάτια. Κάναμε έρωτα με τα μάτια. Δεν χρειαζόταν καν να αγγιχτούμε, να αγγίξουμε ο ένας τον άλλον. Οι ψυχές μας το έκαναν αυτό για 'μας. Αυτές ήξεραν...
Μιλούσαμε περί ανέμων και υδάτων, αλλά ο πόθος στα στήθια μας μεγάλωνε. Γινότανε γίγαντας, θέριευε. Πάθος. Πάθος που έκανε τα χείλη μας να σφίγγουν δαγκώνοντας τα με βία μέχρι να ματώσουν και να βγει αίμα κόκκινο σαν το κρασί που πίναμε. Πάθος που έκανε τα χέρια μας να τρέμουν, το φως από τα μάτια μας να σβήνει, να χάνουμε την αίσθηση της πραγματικότητας. Το πάθος που άμα ανάψει δεν σβήνει μέχρι να καταστρέψει ότι είναι γύρω του σαν φωτιά που καίει.
Το τραπέζι μας ήταν δίπλα στην θάλασσα, αλλά κι αυτή ακόμα δεν ήταν ικανή να σβήσει την φωτιά που έκαιγε στα στήθη μας.
Η αρμύρα της στα χείλη σου επάνω και εγώ με μια ακατάσχετη επιθυμία να τα φιλήσω. Να σε φιλήσω για να φιλήσω θάλασσα, να σε πιώ σαν κρασί μου στο ποτήρι. Κόκκινο κρασί μπρούσκο σαν τα χείλη σου που ποτέ δεν φίλησα, όσο και να ήθελα. Τα μάτια σου σαν Πύλες της Κόλασης άνοιγαν διάπλατα για να με κοιτάξουν, σαν να ήθελαν να με καταπιούν. Πύλες της Κόλασης τα μάτια σου που υποσχόντουσαν Παραδείσους. Και εγώ δίπλα σου ανίκανος να μπω. Ανήμπορος να σε πάρω και να φύγουμε.
Σε ήθελα όσο θέλει η γη την βροχή, όσο θέλει η έρημος την όαση.
Σε ήθελα απεγνωσμένα, άρρωστα και κολασμένα. Σε ήθελα αν και ήξερα ότι δεν μπορούσα να σε έχω. Κάποιες λίγες μόνο στιγμιαίες επαφές με τα πόδια μας κάτω απ' το τραπέζι έδιναν στα όνειρα φωτιά και στην πραγματικότητα ένα όνειρο. Μια ελπίδα. Πόδια που κρυφά συνουσιάζονταν αφού φανερά τα κορμιά μας δεν μπορούσαν.
Η πηγή σου έσταζε ηδονή σιγά σιγά σαν βρύση που στάζει και μετά ακατάσχετα σαν να άνοιξε αυτή έτρεχαν ποτάμια οργασμού
που άρωμα του έρωτα ανέδυαν σαν αγίασμα που αναβλύζει. Ποτάμια κατακλυσμιαία αλλεπάλληλων απανωτών οργασμών που οι παροδικοί σπασμοί στο όμορφο πρόσωπο σου πρόδιδαν.
Κρυφή η ηδονή σαν παράνομη και ανήθικη και για τους δυό μας.
Ξέρει το σύστημα να τιμωρεί τον έρωτα, αντί να τον ανταμοίβει.
Παράνομος και ο έρωτας, ανήθικος και ανευλαβής όταν αυτός με τα χρηστά ήθη αντιτίθεται.
Οι οργασμοί μας αλλεπάλληλοι και ασταμάτητοι σαν να άνοιξαν οι ουρανοί. Τα πόδια μας ανυπάκουα στην λογική, συνέχιζαν την κρυφή ερωτική συνομιλία τους κάτω απ' το τραπέζι. Τα δάχτυλα μας "τυχαία" κανα δυό φορές άγγιξαν το ένα το άλλο, στην τάση των χεριών μας να συναντηθούν. Ακόμα κι αν αυτό ήταν για να σου βάλω ένα ποτήρι μόνο κρασί. Χαμογέλαγες. Και ένας ήλιος ανέτειλλε για μένα που τον έβλεπες μόνον εσύ. Χαμογελούσαν και τα μάτια σου ακόμα. Στα μάτια μου τα μάτια σου χαμογελούσαν μυστικά.
Η ώρα περνούσε χωρίς να καταλάβουμε το πως,το πότε και το γιατί. Δεν υπήρχε Ώρα για εμάς, δεν υπήρχε Χρόνος. Δεν ήμασταν σε γήϊνη διάσταση, πως να είμαστε σε γήϊνο χρόνο λοιπόν? Να πως ο χρόνος παγώνει. Σε ένα κοίταγμα, σε μια ματιά, σε ένα χάδι
με τα μάτια απαλά. Χάδι με τα μάτια? Πρώτη μου φορά έδωσα.
Η ώρα περνούσε όμως για τους άλλους στην γη και έπρεπε να φύγουμε. Η ώρα είχε περάσει και εμείς δεν καταλάβαμε τίποτα. Ίσως αν ήταν έτσι οι ερωτευμένοι να μην γερνούσαν ποτέ, αφού ο χρόνος πάγωνε για αυτούς και ουσιαστικά δεν υπήρχε. Δεν υπήρχε Χρόνος!
<<Πάμε?>> ακούστηκε μια αντρική φωνή για να σπάσει την Σιωπή του Σύμπαντος και να μας επαναφέρει στην άσχημη ωμή πραγματικότητα.
<<Πάμε>> ακούστηκε και μια γυναικεία φωνή από δίπλα μου.
<<Ναι πάμε>> ξανάπε η αντρική φωνή δίπλα σου και σε πήρε να φύγετε. Χαιρετηθήκαμε σαν δυό καλοί φίλοι που φάγανε μαζί σε ένα επαγγελματικό δείπνο και πήραμε και το μυστικό μας μαζί μας. Ο άντρας σου και η γυναίκα μου δεν κατάλαβαν τίποτα, παρά μόνο ότι έπρεπε να φύγουμε. Όπως ήρθαμε. Εσύ με εκείνον και εγώ με εκείνη.
ΤΑΚΗΣ ΚΤΕΝΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου