Από τα βράχι’ ανάμεσα πετιέται ’να κεφάλι
και βλέμματα ολόγυρα σκορπάει φοβισμένα.
Εγώ, κρυμμένος κάπου κει στο έρημ’ ακρογιάλι,
το βλέπω —σαν σε όνειρο— με μάτια λιγωμένα.
Ένα κορμί παρθενικό, γυμνό αργοπροβάλλει
κι απλώνεται ηδονικά σε κύματ’ αφρισμένα·
ο ήλιος εσκυθρώπασε μπροστά στα τόσα κάλλη,
τα κάλλη τ’ απολλώνεια και τα φωτολουσμένα.
Ανατριχιάζ’ η θάλασσα στο θείο άγγισμά τους,
τα κυματάκια απαλά με χάρη τ’ αγκαλιάζουν κι αχτίδες τα χαϊδεύουνε χρυσές στο πέρασμά τους.
Θεότρελος, ο δύστυχος, βουτιέμαι μες στο κύμα, τα μάτια της τα θεϊκά με φόβο με κοιτάζουν και χάνεται στη θάλασσα… Ήταν νεράιδα… Κρίμα!
Θεότρελος, ο δύστυχος, βουτιέμαι μες στο κύμα, τα μάτια της τα θεϊκά με φόβο με κοιτάζουν και χάνεται στη θάλασσα… Ήταν νεράιδα… Κρίμα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου