-Αφριζε η θάλασσα φοβερίζοντάς σε ξερονήσι
σαν να ήθελε να σε πνίξει.
-Να σβήσει το άδικο, τη ντροπή λαχταρούσε
μα δεν μπορούσε...
Ο Αίολος έστελνε ξεροβόρια σοροκάδες
να διώξουν βροχές, αντοχές
ύστατες απαντοχές.
-Μα να το ξέρεις μάταια λυσσομανούσαν
τα ανθρώπινα βογκητά, οι θρήνοι υπερτερούσαν.
Εκείνα τα βασανιστικά καλοκαίρια ξεψυχούσαν
δεκαοκτώ χιλιάδων εξόριστων ανάσες
κάτω από τον καυτό, φονικό ήλιο.
-Γιούρα η θάλασσα κόχλαζε
αγκαλιάζοντάς σε θανατερά
γυρεύοντας να βουλιάξει απεγνωσμένα
το έγκλημα, τη διχόνοια κι εσένα.
-Άγρια ήσουν ερημιά
βράχια που σχίζανε κορμιά!
-Χαρούμενες γραφές δε μ' έφαθναν ποτέ
στα κύματα σάλευαν πεταμένες
με καταδέχονταν μόνον οι λυπημένες.
-Άμοιρο άκουες λυγμούς οδυρμούς
που σμίγανε με θαλασσινή βοή
Αχ να σου πληγώνεται η ψυχή!
-Αντίκρυζες τα κύματα να στέκουν σαστισμένα
τα πετούμενα να φεύγουν φοβισμένα
αφήνοντάς σε έρμο από κελαηδήματα
από φωλιές και τιτιβίσματα.
-Άντεχες άνυδρες νύχτες με βογκητά στοιχειωμένες
-Άσωστες μαρτυρικές μέρες βασανισμένες!
Έπνιγαν χαρές γέλια με του χάρου τέλια.
-Θλιβερές σκιές νεκρών
εξόριστες στα κατσάβραχα ροβολούσαν
ενώ τις πετροβολούσαν!
-Θύματα απύθμενου μίσους, αγνωμοσύνης
επικίνδυνης αφροσύνης...
-Αχ Γιούρα να σε κατάπιναν τα κύματα
μα κάλιο έρμο να μείνεις
σαν μια φρίκη της μνήμης!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου