Μια φορά κι έναν καιρό, κάπου μακριά, ζούσε ένας άνθρωπος
πολύ πλούσιος αλλά και πολύ παράξενος στους τρόπους του.
Είχε μείνει μαγκούφης αφού κανένας δεν του μιλούσε
εξαιτίας της κακοτροπιάς του. Βέβαια δεν ήταν πάντα έτσι,
μιας και κάποτε ζούσε με την καλή της καρδίας του.
Την αγαπούσε περισσότερο και απ τον ίδιο του τον εαυτό
αλλά δυστυχώς αυτή αρρώστησε και άφησε τον κόσμο αυτό.
Από τότε, είχε μείνει μόνος του και δεν ήθελε κανέναν, ούτε
αγάπησε ξανά. Μόνο με την καρδιά του συζητούσε καμιά φορά
τα βράδια. Το σπίτι του ήταν μεγάλο, πριν χρόνια ήταν
πολύ όμορφο, αλλά πλέον είχε το κακό του το χάλι αφού
ο μαγκούφης το είχε παραμελήσει με αποτέλεσμα να μαυρίζει
και να μουχλιάζει, μέρα με την μέρα όλο και περισσότερο.
Τα παράθυρα τα είχε πάντα κλειστά και τις βαριές κουρτίνες
πάντα τραβηγμένες. Ούτε φως έμπαινε ούτε ο καθαρός
αέρας. Ο κήπος είχε γεμίσει χόρτα και όλων των λογιών
τα ζιζάνια ενώ το μεγάλο σιντριβάνι στην μέση της αυλής
που κάποτε χαιρόσουν να το βλέπεις, είχε από καιρό
σταματήσει να βγάζει νεράκι. Όλο το σπίτι ήταν μέσα
κι έξω παραμελημένο και βρόμικο πολύ, αλλά τον μαγκούφη
δεν τον ένοιαζε. Έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν δεχόταν επισκέψεις
από κανέναν μιας και έτσι προτιμούσε.
Μια μέρα, μεσημέρι ήταν, άκουσε έναν χτύπο στην πόρτα,
και ύστερα έναν δεύτερο. Δεν έδωσε σημασία παρά γύρισε
στις σκέψεις του όμως η πόρτα χτύπησε ακόμα μια φορά.
«Ποιος είναι τέτοια ώρα» είπε στον εαυτό του ζοχαδιασμένος
«και τι θέλει μες το καταμεσήμερο;»
Σκέφτηκε να μην ανοίξει αλλά ο χτύπος ξανακούστηκε,
αυτή την φορά πιο δυνατός.
«Βάζω στοίχημα πως θα ναι κανένας από εκείνους
που γυρνάνε εδώ κι εκεί προσπαθώντας να πουλήσουν
την πραμάτεια τους. Τώρα θα δεις οποίος και να σαι»
είπε μόνος του.
Άνοιξε την ξεχαρβαλωμένη πόρτα με φόρα και ένα ύφος
που σκότωνε άνθρωπο, όμως αυτό που είδε δεν ήταν
και αυτό που περίμενε. Στο κατώφλι στεκόταν μια πολύ
όμορφη κοπέλα με μακριά ξανθά μαλλιά και όμορφα
μεγάλα μάτια. Φορούσε ρούχα φτωχικά και ταλαιπωρημένα,
αλλά καθαρά. Ο μαγκούφης σάστισε για μια στιγμή
αλλά ήρθε στα συγκαλά του αμέσως.
«Ποια είσαι εσύ και τι ζητάς μια ώρα σαν κι αυτή;»
είπε θυμωμένα
«Τι σε έπιασε μεσημεριάτικα και μου κοπανάς την πόρτα;
Θες να μου την σπάσεις;»
«Χαίρετε καλέ μου κύριε» είπε η κοπέλα» δεν είμαι από τα
μέρη αυτά. Δουλειά ζητώ κι ένα μέρος για να μείνω.
Είμαι καλή στο να καθαρίζω και να πλένω και δεν κουράζομαι
ποτέ. Ταξιδεύω μέρες τώρα και όπου κι αν ρώτησα δουλειά
δεν υπάρχει. Ούτε καν στο μεγαλοχώρι, από εκεί έρχομαι
τώρα. Μου είπαν πως εδώ, σε αυτό το σπιτικό, ίσως να σταθώ
πιο τυχερή γιατί μου εξήγησαν πως έχουν τα πράγματα
καλέ μου κύριε, και αν κρίνω απ την κατάσταση
του σπιτιού δεν τα παραέλεγαν.»
Ο μαγκούφης σαν άκουσε τα λόγια αυτά έγινε
έξω φρενών και άρχισε να γκαρίζει!
«Τι είπες; Σου είπαν πως έχω ανάγκη από καθαριότητα;
Ώστε έτσι ε; Χάσου απ τα μάτια μου αναιδέστατη,
που ήρθες ως εδώ να με πεις βρομιάρη! Ουστ!
Και να πας στο μεγαλοχώρι να πεις σε όλους να μην μου
ξαναστείλουν κανέναν εδώ πέρα, το ακούς; Δρόμο τώρα!»
Δίνει μια στην πόρτα με όλη του την δύναμη, που λίγο έλειψε
να ξεχαρβαλωθεί τελείως, και κίνησε θυμωμένος να καθίσει
στην σκισμένη του πολυθρόνα μπροστά στο σβηστό τζάκι.
«Ακούς εκεί θράσος!» είπε στον εαυτό του,
αλλά πριν προλάβει να πει άλλη κουβέντα να σου πάλι
η πόρτα, αυτή την φορά πιο δυνατά.
«Ε τώρα θα δεις παλιοκόριτσο» είπε και άνοιξε με φόρα
την πόρτα που τώρα έτριξε χειρότερα από κάθε άλλη φορά.
Στάθηκε μπροστά της και άρχισε να γκαρίζει πάλι.
«Τι θέλεις τέλος πάντων από μένα! Δουλειά δεν έχεις και
ήρθες εδώ να με τρελάνεις; Τι σε κάνει να πιστεύεις
πως έχω δουλειά να σου δώσω; Σάμπως μου φαίνεται
οι χωρικοί έχουν όρεξη για αστεία! Δεν υπάρχει τίποτα
για σένα εδώ, τράβα αλλού να βρεις! Μπρος, άδειασε μου
την γωνιά!» είπε και ξαναέκλεισε την πόρτα με δύναμη.
Η αλήθεια είναι πως ήταν έξαλλος με αυτό που του συνέβη.
Καλά είχε την ησυχία του, τι γύρευε αυτή η κοπέλα, δουλειά;
Ας πήγαινε αλλού. Πριν όμως τελειώσει την σκέψη του να σου
πάλι η πόρτα. Αυτή την φορά, φουριόζος ο μαγκούφης, άνοιξε
και εκεί που ήταν έτοιμος να μπήξει πάλι τις φωνές είδε την
όμορφη κοπέλα να κλαίει. Τότε κάπως μαλάκωσε και το
σκέφτηκε λίγο περισσότερο. Ήταν εκτός εαυτού, αυτό είναι
σίγουρο, αλλά καταβάθος δεν ήταν κακός άνθρωπος και έτσι
της μίλησε με πιο ήρεμο τρόπο.
«Βρε κοπέλα μου κάνε μου την χάρη και σταμάτα να κλαις.
Δεν έχω δουλειά να σου δώσω, δεν το καταλαβαίνεις;
Άντε τώρα, πήγαινε στο καλό, άντε που είναι ακόμα
νωρίς γιατί άμα πέσει το σκοτάδι είναι επικίνδυνα στην
περιοχή και ο δρόμος για το μεγαλοχώρι μακρύς.
Δεν έχω δουλειά να σου δώσω. Άντε τώρα και μην κλαις.»
«Έχεις δουλειά να μου δώσεις αν θες.» είπε η κοπέλα
«Μεγάλο είναι το σπιτικό σου και πολύ χρυσάφι έχεις
αλλά από νοικοκυροσύνη καθόλου. Γι αυτό σου λέω,
άσε με να σου καθαρίσω τους τοίχους και τα πατώματα,
τα ποτήρια και τα πιάτα, άσε με να ανοίξω τα παράθυρα
να μπει αέρας φρέσκος και φως ζεστό. Όταν με αυτά
τελειώσω, θα σου περιποιηθώ τον κήπο σου, που βάτα
έχει πιάσει και απότιστος είναι. Αφού τελειώσω και με αυτά,
θα με πληρώσεις κι εγώ θα φύγω. Ποτέ δεν θα σε ενοχλήσω
ξανά, ούτε απ έξω απ την αυλή σου θα περάσω.
Τι λες λοιπόν;» είπε η κοπέλα.
«Η αλήθεια είναι πως το σπιτικό μου θέλει πολύ δουλειά
για να γίνει όπως παλιά. Άσε με λίγο μόνο μου να το
σκεφτώ και θα σου πω. Κάνε μια βόλτα στον κήπο και
έλα σε λίγο» είπε και έκλεισε την πόρτα.
«Μην το κάνεις.» του είπε η καρδιά του
«θα το μετανιώσεις, άκου που σου λέω.»
«Θα της δώσω δουλεία και αφού τελειώσει,
θα πληρωθεί και θα φύγει όπως ήρθε. Χρειάζεται
λίγο συμμάζεμα εδώ. Αυτή είναι η γνώμη μου.»
«Όπως αγαπάς, άλλα μην πεις στο τέλος πως δεν
σε προειδοποίησα.» είπε η καρδιά και σώπασε.
Ύστερα πήγε και άνοιξε την πόρτα.
Η κοπέλα ήταν εκεί και περίμενε.
«Χρυσάφι έχω για να σε πληρώσω όταν με τις δουλειές
τελειώσεις. Θα κάνεις ότι χρειάζεται και ύστερα θα φύγεις
όμως, και μην σε δω να μπλέκεσαι στα πόδια μου ούτε και
θέλω πολλά λόγια, να είμαστε εξηγημένοι!» είπε δήθεν
αγριεμένα. «Πες μου όμως το όνομα σου να το ξέρω,
και αφού το πεις, ξεκίνα τις δουλειές. Όσο πιο γρήγορα
τόσο το καλύτερο και για τους δυο μας.»
«Με λένε Χαρά» είπε η κοπέλα κεφάτα και έτρεξε
να φορέσει την ποδιά της για να αρχίσει τις δουλειές.
Ο μαγκούφης, ανέβηκε στο δωμάτιο του και την άφησε μόνη.
Έκλεισε την πόρτα και κάθισε εκεί μοναχός για άλλη μια φορά.
Η καρδιά του δεν του μιλούσε.
Οι μέρες περνούσαν όμως, όπως γίνεται πάντα, και το
σπίτι σιγά σιγά ταχτοποιήθηκε. Απ τα πατώματα μέχρι
και τα ταβάνια. Τα παράθυρα γυάλιζαν και το φως
έμπαινε ζεστό και χρυσαφένιο, ενώ το αεράκι έκοβε
βόλτες μες στο σπίτι κουβαλώντας πάνω του την άνοιξη.
Τώρα μοσχομύριζε φρεσκάδα και καθαριότητα,
απ την κουζίνα μύριζε ψωμί φουρνιστό και κουλούρια
όπως επίσης και τα πιο λαχταριστά φαγητά.
Ο μαγκούφης χωρίς να το καταλάβει, άρχισε να νιώθει
όλο και πιο χαρούμενος, μέρα με την μέρα, και συμπάθησε
την Χαρά που τώρα του είχε κάνει το σπίτι, αλλά και τον
κήπο με το σιντριβάνι αγνώριστο.
Έπαψε λοιπόν να κλειδώνεται στο δωμάτιό του και επιδίωκε
να βρίσκετε κοντά της γιατί τον έκανε να νιώθει όμορφα,
όπως ποτέ άλλοτε. Γι αυτό λοιπόν τον λόγο την βοηθούσε
στις δουλειές όσο και αν η Χαρά έφερνε αντιρρήσεις,
αλλά ο μαγκούφης έβρισκε δικαιολογία στο ότι κάποιες
δουλειές ήταν προορισμένες να τις κάνουν οι άντρες.
Είχε βρει την χαρά του ξανά, μετά από πολλά χρόνια.
Έλα όμως που τώρα οι μέρες περνούσαν γρήγορα
και οι δουλειές τελείωναν. Ο μαγκούφης σκεφτόταν
πως η Χαρά δεν είχε άλλες δουλειές να κάνει και θα
έπρεπε να πληρωθεί και να φύγει.
Δεν τον ένοιαζε το χρυσάφι που θα έδινε στην Χαρά
για τις υπηρεσίες της όλο αυτό τον καιρό, μακάρι να
έμενε κι άλλο κι ας της έδινε άλλο τόσο.
Η ζωή του είχε αποκτήσει νόημα και το σπιτικό του,
που κάποτε ήταν βρόμικο και σκοτεινό τώρα
ήταν φωτεινό καθαρό και χαρούμενο.
Το βασικότερο όμως ήταν πως είχε έναν άνθρωπο να
μιλά μαζί του, μια συντροφιά ύστερα από τόσα χρόνια
μοναξιάς. Τα είχε κάνει όλα καινούρια μέσα κι έξω
απ το σπίτι. Μαζί με τις βρομιές του σπιτιού, η Χαρά,
είχε διώξει και τις σκοτούρες απ την ζωή του μαγκούφη.
Η καρδιά του όμως είχε μάθει αλλιώς όλα αυτά τα χρόνια,
και τώρα ήταν δύσκολο να ξεμάθει πάλι.
Αυτή η γέρικη καρδιά πονούσε.
«Θα φύγει» του είπε η καρδιά του μια νυχτιά
«και άντε πάλι απ την αρχή. Καλά δεν ήμασταν μονάχοι μας;
Τα βρίσκαμε εμείς οι δυο αλλά τώρα θέλεις πάλι να μάθω
να αγαπώ και μαζί με σένα θα πονάω κι εγώ.»
«Θα φύγει, έχεις δίκιο» είπε αυτός στην καρδιά του
«αλλά τι να κάνω; Το έχει η μοίρα μου να είμαι μόνος τελικά.
Αν όμως την κρατήσω εδώ για πάντα; Θα της δώσω
όλο το χρυσάφι μου, θα αγοράσω την συντροφιά της.»
είπε και αποφάσισε την άλλη μέρα,
με το που θα ξημέρωνε, να της το πει.
Σαν ξημέρωσε, ο μαγκούφης έψαξε να βρει την Χαρά αλλά
δεν ήταν μες το σπίτι, πουθενά. Βγήκε στον κήπο αλλά
ούτε εκεί ήταν. Τα πράγματα της ήταν άφαντα όπως επίσης
και αυτή. Έφυγε χωρίς να πει κουβέντα, χωρίς καν να
πληρωθεί για τις υπηρεσίες της. Τι είχε συμβεί;
«Πάει, έφυγε και με άφησε» είπε στην καρδιά του «πάλι θα
μείνω μόνος μου για όσα χρόνια μου έχουν απομείνει.»
«Έχεις εμένα όμως» του είπε η καρδιά του και χτύπησε δυνατά.
«Εσύ έχεις μάθει την μοναξιά και έχει σκληρύνει
αλλά εμένα δεν μου αρέσει» είπε ο μαγκούφης.
«Έτσι έμαθα όλα αυτά τα χρόνια γιατί εσύ μου είπες
να το κάνω, δεν μπορώ να αλλάξω τώρα.»
«Τότε θα μάθεις θες δεν θες» είπε ο μαγκούφης
«γιατί θα ψάξω να την βρω και να την φέρω πίσω.
Πόσο μακριά θα έχει φτάσει; Τα πόδια μου αντέχουν
ακόμα, θα τρέξω μέχρι το μεγαλοχώρι και θα την βρω.»
«Τα πόδια σου αντέχουν αλλά εγώ είμαι μια γέρικη καρδιά
και δεν ξέρω αν μπορώ να τρέξω μαζί σου» είπε η καρδιά.
«Τότε κράτα γερά. Θα σταματώ στο δρόμο να ξεκουράζεσαι.»
είπε και άρχισε να τρέχει.
Το μεγαλοχώρι ήταν μακριά και συνήθως ο πλούσιος
μαγκούφης, στα νιάτα του, πήγαινε με το άλογο, τώρα
όμως ούτε άλογο είχε ούτε τίποτα. Έτρεχε όσο μπορούσε
και όταν η καρδιά του παραπονιόταν αυτός σταματούσε
για λίγο. Ο δρόμος ήταν μακρύς όμως και δεν μπορούσε
να καθυστερεί. Κάθε στάση που έκανε του κόστιζε χρόνο,
και η Χαρά θα χανόταν για πάντα απ την ζωή του.
«Δεν μπορώ άλλο να σταματώ» είπε στην καρδιά του.
«Πρέπει να ψάξω να την βρω, είτε μπορείς εσύ είτε όχι.»
Η καρδιά του δεν μίλησε γιατί είχε πολύ κουραστεί παρά
χτύπησε δυνατά, πολύ πιο δυνατά από κάθε άλλη φόρα.
Έτσι ο μαγκούφης άρχισε να τρέχει ξανά με περισσότερη
ταχύτητα αυτή τη φορά, μέχρι που κάποια στιγμή
έφτασε στο μεγαλοχώρι.
Κόσμος πολύς περπατούσε εδώ κι εκεί, όλοι απασχολημένοι
με τις δουλειές του. Πλούσιοι και φτωχοί, εργάτες,
γυναίκες και παιδιά. Ο μαγκούφης ρωτούσε όποιον έβρισκε
μπροστά του αν κανένας ήξερε την Χαρά και που βρισκόταν,
γιατί έψαχνε να την βρει.
«Ψάχνω να βρω την Χαρά» έλεγε και ξανάλεγε.
«μήπως την είδε κανένας;»
Πολλοί ήταν εκείνοι που τον γνώριζαν κι ας είχαν χρόνια
να τον δουν, αλλά κάνεις δεν του καλομιλούσε.
«Γιατί; Πότε είχες εσύ χαρά στην ζωή σου για να την χάσεις;»
του είπε ένας με ακριβό κοστούμι και ψηλό καπέλο.
Ένας άλλος τον έσπρωξε μακριά του και του φώναξε.
«Έτσι εξηγείται, τούτος εδώ έχει χάσει το μυαλό του
χρόνια τώρα. Άκου εκεί! Έχασε την χαρά του!»
Πολλά τέτοια λόγια άκουσε από πολλούς. Και κάποιοι
γέλασαν με αυτόν. Απογοητευμένος, κάθισε σε μια
γωνιά, κάτω στο χώμα και έκλαψε.
«Ειδές;» του είπε η καρδιά του. «Είδες; Στα έλεγα εγώ.
Καλά δεν ήμασταν εσύ κι εγώ;»
«Καλά μου τα έλεγες καρδούλα μου» είπε με δάκρυα στα μάτια.
«Καλά τα έλεγες αλλά δεν σε άκουσα. Δεν το μετανιώνω
όμως γιατί ένιωσα πάλι την αγάπη. Είχα ξεχάσει πόσο όμορφα
είναι αλλά δεν θα το ξεχάσω ποτέ ξανά. Θα το κρατήσω
μέσα μου κι ας μην θες εσύ, θα το κρατήσω μέσα μου καλά,
κι ας με πονάει. Δεν μου έμεινε τίποτα πια εδώ, πάμε πάλι
στο σπιτικό μας» είπε στην καρδιά του.
«Δεν μπορώ να έρθω» είπε η καρδιά «Δεν μπορώ
γιατί κουράστηκα πολύ και νιώθω πως δεν έχω πολλούς
χτύπους ακόμα για να σε πάω στο αρχοντικό σου.
Λυπάμαι αλήθεια, άλλο δεν μπορώ.»
«Τότε ας καθίσουμε και οι δυο μας εδώ, καλά είναι για να πούμε
αντίο.» είπε ο μαγκούφης στην καρδιά του. «Να ξέρεις πως πια
δεν είμαι λυπημένος ούτε σε κατηγορώ. Σε ευχαριστώ που
με έφερες ως εδώ και που κάθισες μαζί μου ως το τέλος.»
«Κι εγώ σε ευχαριστώ που με είχες μαζί σου όλα αυτά τα
χρόνια. Ούτε εγώ θα σε κατηγορήσω, γιατί θα είναι σαν να
κατηγορώ τον εαυτό μου. Εσύ κι εγώ είμαστε ένα. Αντίο τώρα
καλέ μου άνθρωπε» του είπε η καρδιά στο τελευταίο της χτύπο.
Έμειναν εκεί και οι δυο τους, και στους περαστικούς φαινόταν
πως ο άνθρωπος αυτός κοιμόταν. Αργότερα όμως κατάλαβαν
πως η καρδιά του είχε σταματήσει να χτυπά και όλοι
τον λυπήθηκαν, και οι άγνωστοι αλλά και όσοι τον γνώριζαν.
Δεν έμαθαν ποτέ ποια ήταν η Χαρά που έψαχνε, μιας και
η ιστορία αυτή δεν μας λέει. Δεν έμαθαν ποτέ πως αντάμωσε
με την καλή της καρδιάς του υστέρα από πολλά χρόνια,
γιατί εκείνη τον περίμενε εκεί πάνω, ούτε πως από εκείνη
τη μέρα και μετά, περπατούσαν χέρι χέρι, γελαστοί
και γεμάτοι αγάπη στα φωτεινά λιβάδια του ουρανού.
Ευχαριστώ για την αναδημοσίευση!
ΑπάντησηΔιαγραφή