Το δωμάτιο σου.
Ένα κομμάτι από εσένα, ένα από εμένα,
ένα κομμάτι από τότε που ήσουν μικρός,
ένα από τώρα που νιώθεις οτι δεν σε χωράει πια.
Πόσα κομμάτια, πόσες μνήμες, πόσες χαρές, πόσα λάθη.
Πέρασαν τόσα χρόνια θησαυρέ μου.
Τόσα που η μυρωδιά από το μωρό που κοιμόταν
εδώ έγινε βαρύ άρωμα, δερμάτινα μπουφάν,
αποτσίγαρα, φωτογραφίες με φίλους,
με μηχανές, με κοπέλες.
Πέρασαν βράδια ολόκληρα να σε περιμένω
να ξημερώσεις από πυρετό όταν σε είχα αγκαλιά μου
και άλλα τόσα να κρέμομαι στο μπαλκόνι να ακούσω
την μηχανή σου να έρχεται και να νιώθω
οτι βγαίνει η ψυχή μου από την αγωνία.
Χρόνια σαν τα χιόνια..
Άσπρα, απάτητα, λευκά, διάφανα.
Τώρα κοιμάσαι και φαίνεσαι μια στάλα.
Τώρα περπατάς και φαίνεσαι γίγαντας.
Τώρα γελάς και ξαναγίνεσαι τοσοδούλης.
Τώρα θυμώνεις και δείχνεις τεράστιος.
Ποιος είσαι..
Ποιος έγινες..
Ποια είμαι..
Ποια θα γίνω..
Δεν ξέρω.
Ένα μονάχα ξέρω.
Να σε αγαπάω.
Αυτό ήξερα καλά αυτό έκανα.
Να σε φροντίζω, να σε φυλάω να σε προσέχω.
Να σε μαθαίνω.
Και όταν σε έχανα πήγαινα στο δωμάτιο σου.
Καθόμουνα εκεί ώρες..
Όχι για να αναπολήσω.. Όχι.
Για να σε μάθω.
Για να σε ανακαλύψω.
Γιατί υπήρχαν στιγμές που σε έχανα.
Που δούλευα μέχρι αργά το βράδυ,
και εσύ είχες γυρίσει και έτρωγες μόνος σου
και πριν προλάβω να έρθω είχες αποκοιμηθεί.
Σε έχανα.
Μεγάλωνες και σε έχανα.
Έφευγες το πρωί για το σχολείο και δεν ήμουν εκεί
να σε φιλήσω.
Έφευγες το απόγευμα για το γυμναστήριο και δεν ήμουν εκεί
να σε ρωτήσω:
Κουράστηκες παιδί μου; Ήμουν στη δουλειά.
Ήσουν ένας μικρός μεγάλος άντρας.
Έτσι τρύπωνα κρυφά στο δωμάτιο σου να σε μάθω.
Να δω ποια ήταν η αγαπημένη σου κολώνια.
Να δω ποια ήταν η αγαπημένη σου ταινία.
Να δω ποια ήταν η πρώτη σου αγάπη.
Να δω ποια ήταν η τελευταία φορά που κάπνισες.
Να δω ποια ήταν η τελευταία φορά που σε είδα παιδί.
Και ύστερα ξαφνικά πέρασαν τα χρόνια και ήρθε
η μέρα που με ρώτησες εσύ:
«Μαμά κουράστηκες σήμερα ;»
Και ξαφνικά ήρθαν ρυτίδες στο μέχρι πριν λίγο
όμορφο πρόσωπο μου και βγήκε η κούραση
στο άλλοτε νεανικό μου σώμα.
Και ενώ νομίζω ότι ήταν χθες που μέτραγα
τις γουλιές από το γάλα σου, ξαφνικά ήρθαν βράδια,
που μέτραγα τα αμάξια να σε δω να έρχεσαι.
Και όμως..
Θα ορκιζόμουν ό,τι μόλις χθες ήταν,
που φορούσες εκείνο το γαλάζιο φορμάκι
και ανακάλυπτες σιγά σιγά τον κόσμο εσύ
και εγώ σιγά σιγά εσένα .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου