Σαν σκότωσα μια πέτρα... Κυριάκος Κάππα.

Πήρα τ’ αλέτρι το χρυσό, απ’ τα’ αγιασμένα του Θεού τα χέρια, 
να πάψει να παλεύει να δαμάσει, ένα κομμάτι γης άγονη 
και ξερή. Οι σπόροι που με κόπο τους φυτεύει, εδώ κι εκεί 
σκορπάνε από τα αγέρια, αφού δεν βρήκε τόσα χρόνια 
ούτε μια, εύφορη κι έτοιμη να βλαστήσει αγνή ψυχή.

Χαθήκανε αδερφέ μου κι άνθρωπε τα πρόσφορα τα εδάφη, 
και δεν μπορείς να ξέρεις αν η ρίζα, καρπό θα δώσει 
και θα τον γευτείς. Προθέσεις αγαθές κι ανθρώπους 
πρόθυμους,  γεμάτοι είν’ οι τάφοι, πρόσεχε στην ζωή 
καλό μην κάνεις, γιατί στο τέλος κώνειο θα πιεις.

Αυτή ‘ναι των πιστών ανθρώπων του Θεού, η πιο αγαπημένη 
η ασχολία, για το ψωμί που κάποτε τους έδωσες, 
να σου γυρνάνε πίσω μίσος και θυμό.

Που χαίρονται όταν γενούν παιδιά, μα τα σκοτώνουν 
με περίσσια ευκολία, κι ύστερα βλαστημούνε όλοι μαζί, 
γι αυτό που πράξανε μα το χρεώνουν στον Θεό.

Με απελπισιά και πίκρα τώρα πια, καιρό πολύ πέτρα σκληρή 
γυρεύω για να βρω, με βαριοπούλα να την σπάσω σερνικιά, 
να δω τι κρύβει μεσ’ τα παγωμένα σωθικά.

Ω μοίρα μου κακιά, αίμα ψηλά πήδησε από μέσα της, 
πόνου θανατερού άκουσα βογγητό, λες πέτρες να ‘χουν γίνει 
των ανθρώπων οι καρδιές, γι αυτό δεν το βαστά 
κανείς να συμπονά;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου