Σαν πέταξες για τ’ όνειρο... Κυριάκος Κάππα.

Σε είδα που περπάταγες, κάπου στην Αθηνάς,
και μια μπουκάλα αδειανή, στα χέρια σου κρατούσες.
Σαν να βαριά ανάσαινες, μονάχο σου μιλάς,
κι ένα παλιό ρεμπέτικο, φάλτσα το τραγουδούσες.

Κουβέντα ξάφνου έπιασες, σ’ ενός μπουρδέλου τα σκαλιά,
γνώρισες πως ήταν ο χαφιές, που σ’ είχε στείλει φυλακή.
Σκέφτηκες τότε τον Αργύρη, που ‘χε φιλήσει τον φονιά,
αυτόν που του ‘φαγε τον γιο, και τώρα τ’ άναβε καντήλι.

Στάθηκες λίγο στην Σωκράτους, μπροστά σε ένα καφενέ,
να δεις τι είχε απογίνει , με κείνο το παλιό σινάφι.
Ένοιωσες λίγο σαστισμένος, ρεκλάμα που έγραφε Μικέ,
στροφή σαν να και διάβασες, σε ποίημα του Καβάφη.

Ανέβηκες προς την Φωκίωνος, να βρεις τον Παντελή,
που παίζατε πόκα μαζί, σ’ ένα υπόγειο στα Πατήσια.
Χρόνια δεν μένει πια εδώ, έφυγε στην Αμερική,
σου είπε μια ξανθιά χοντρή, με χυδαιότητα περίσσια.

Κίνησες τότε στου Ζωγράφου, την μάνα σου να πας να δεις,
στου κοιμητήριου την πόρτα, είπες του οδηγού να σταματήσει.
Το βήμα σου έσυρες βαρύ, ντρεπόσουν μπρος της να βρεθείς,
όταν παρέδιδε ψυχή, μονάχη της την είχες παρατήσει.

Γύρισες πίσω στο διαμέρισμα, κι έδειχνες ζαλισμένος,
σκέφτηκες την ζωή πως πέταξες, σαν νάτανε σκουπίδια.
Άνοιξες την ντουλάπα σου, βαθειά συλλογισμένος,
Πέντε γραβάτες διάλεξες, χρώματα νάχουν ίδια.

Άναψες το τσιγάρο σου, έβαλες και ποτό να πιεις,
και τις γραβάτες ένωσες, με κόμπους μια προς μία.
Σ’ όλη σου τη ζωή δεν μπόρεσες, ‘πως θάθελες να ζεις,
Τι τώρα πια θα έκανες, καμιά δεν είχε αξία.

Τζιέρια δεν είχα μέσα μου, αυτό που ήθελα να κάνω,
τον Παντελή και τον χαφιέ, αδιάβαστους να στείλω.
Την όμορφη γυναίκα μου, να τώρα που την χάνω,
και μοναχός μου απόμεινα, χωρίς κανένα φίλο.

Μακρύ έκανες γερό σχοινί, με τις γραβάτες τις παλιές,
και κόμπο τον διπλό γαμπριάτικο, τύλιξες στον λαιμό σου.
Τον έδεσες πολύ γερά, στου μπαλκονιού σου τις γωνιές,
την μολυβιά του γύφτου άκουγες, πέταξες στ’ όνειρό σου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου