Κάποτε, λέει, είχα κι εγώ ένα σπίτι.
Δεν το γνώρισα ποτέ.
Όταν το γνώρισα, ήταν άδειο από ανθρώπους.
Κάτι τοίχοι ένα πάτωμα και μια σκάλα...
Και ένας άδειος κήπος να ρημάζει ολόγυρα με δέντρα
που είχαν φυτευτεί με αγάπη κάποτε, αλλά...
αλλά απέμειναν κι αυτά ορφανά στους ανέμους,
τις θύελλες, τον παγετώνα και τις ξηρασίες.
Μέσα υπήρχε ένα κατώι* Εκεί ήταν αραδιασμένα κάτι πράγματα.
Ενθύμια αυτών που δεν ξαναμπήκαν στο σπίτι και δεν
ξανακούστηκαν οι φωνές τους και δεν ξαναπερπάτησαν
τα βήματά τους να τρίξει παραπονεμένα το ξύλινο πάτωμα.
Ήταν και μια σαρμανίστα** κάπου στα πεταμένα πράγματα.
Να θυμίζει το τελευταίο τραγικό μωρό που ξάπλωσε μέσα της.
Εμένα. Ούτε την κούνια μου δεν μπόρεσα να έχω.
Έτσι. Σαν σπίτι. Έστω το σπίτι ενός μωρού που δεν κατάλαβε
για πότε βρέθηκε έξω και από αυτήν.
Στα ξένα χέρια και στις κακίες της γης. Να ρημάζει.
Σαν τον κήπο. Να τρίζει η ψυχή σαν το πάτωμα,
από παράπονο για όσα δεν απόλαυσε ποτέ και τα έχασε.
Να κουνιέται πέρα δώθε σαν τη σαρμανίτσα και
να προσπαθεί να ορθοποδήσει.
Μα, ξέρεις, φίλε μου, αν τη σαρμανίτσα το πόδι που την
κουνάει την κλοτσήσει βίαια, αναποδογυρίζει και πετάει κάτω
ό,τι πριν κουνούσε με στοργή.
Έκτοτε, όσες φορές προσπάθησα να έχω σπίτι, καταστρεφόταν
το όνειρο από μια κλοτσιά. Βίαιη και απάνθρωπη και σαδιστική.
Στο πρώτο μου σπίτι, οι ένοικοι έφυγαν από φυσικά αίτια.
Αρρώστια. Όμως το πρώτο μου σπίτι λεηλατήθηκε έπειτα από
τους καλοθελητές που έμπαιναν κι έβγαιναν για παρηγοριά
και κατάκλεβαν τα ορφανά που δεν είχαν καμιά δύναμη
να αντιδράσουν. Προστάτης κανείς.
Έτσι και η ζωή μου. Φαίνεται ήμουν το πιο άθλιο μωρό της γης.
Κουβάλησα πάνω μου την καταστροφή κάθε σπιτικού
(δεν εννοώ σπίτι, αλλά την αίσθηση της θαλπωρής,
της στέγασης των ονείρων και της καρδιάς μου.)
Γιατί, σπιτικό για μένα κατάντησε μια πνευματική έννοια
ζεστασιάς και ηρεμίας και ασφάλειας. Μια ανάσα ζωής.
Μαζί μου, όμως, φαίνεται να κουβάλησα και την κατάρα
να κλέβουν τα όνειρά μου συνέχεια.
Μαζί μου πήρα και το παράπονο.
Προσπάθησα με χίλιους τρόπους να σταθώ στα πόδια μου.
Με αξιοπρέπεια και αγώνα ψυχής.
Μα, ξέρεις. "Από το πρωί φαίνεται η μέρα", λέει ο λαός.
Θα έπρεπε τόσα ατέλειωτα χρόνια να έχω συνηθίσει
τις απανωτές κλοτσιές και σφαλιάρες από όσων βίαια μου
αδειάζουν στη γη τη σαρμανίτσα όπου φυλάω ένα κομμάτι
της ματωμένης καρδιάς μου, θα έπρεπε να έχω μάθει.
Στα δικά μου σπιτικά κατοικούν φαντάσματα μιας άλλης άποψης
του κόσμου. Όνειρα που γεννήθηκαν μια μέρα καταιγίδας όπου
όλα ξεριζώθηκαν και αφανίστηκαν. Ελπίδες που τις σκότωσαν
σαν βγήκαν στο κατώφλι να δουν τον ήλιο.
Τα φαντάσματα, λοιπόν, ανήκουν μόνο στη γη του πουθενά.
Έπρεπε να έχω μάθει.
Στη δική μας υλική γη κατοικούν άνθρωποι.
Με ό, τι συνεπάγεται η παρουσία τους.
Στη χώρα που ζω, με την πτώση του πολιτισμού μέσα μας,
με τόσα συμφέροντα, με τόσες ίντριγκες, με τόση άθλια
συμπεριφορά, με τόσο δόλο, με τόση πονηριά, με τόση
μικροπρέπεια, με τόση φθορά της όποιας επιθυμίας, με τόση
απαξίωση των αξιών και αξιώσεων του άλλου, έπρεπε
να έχω μάθει. Κυριαρχεί η ιδέα πως μόνο ο εαυτούλης μας
πρέπει να πάει καλά, ο άλλος… δεν πειράζει…
θα τη βρει τη λύση. Κι αν δεν την βρει, τι μας νοιάζει,
βρε αδερφέ; Εμείς να είμαστε καλά.
Ο εαυτούλης μας, η οικογένειά μας,… εμείς.
Θέλω να στείλω ένα μήνυμα σε όσους θεωρούν
πως ο άλλος δεν έχει δικαίωμα στη ζωή.
Πως δεν έχει καρδιά. Πως δεν έχει συναισθήματα.
Πως δεν υποφέρει. Πως δεν κοπιάζει με ιδρώτα και
πολλές φορές με αίμα, χωρίς να σε ενοχλεί, για να στηρίξει
και τα δικά του όνειρα και τις δικές του διεκδικήσεις.
Να στείλω ένα μήνυμα σε όσους ακόμα θεωρούν πως
καλά σκέφτονται. Και που, κακώς θεωρούν, πως ο καλός είναι
ανόητος και δεν καταλαβαίνει τι του σερβίρεις για τάχα αλήθεια
και τι ψιθυρίζεις ή κάνεις πίσω του… Λένε πως η ζωή γυρίζει
πίσω όσα δίνεις. Δεν ξέρω και δε με απασχολεί.
Ας απασχολήσει αυτούς που συμπεριφέρονται άθλια και άδικα
και άσπλαχνα, όταν η ζωή θα γυρίσει να τους ζητήσει τον λόγο.
Με το ίδιο, ίσως και πιο σκληρό, νόμισμα.
Ναι, έτσι γίνεται, είναι αλήθεια.
Ό, τι έκανες, το βρίσκεις μπροστά σου…
Καλό ή κακό… Δική τους υπόθεση. «Όπως στρώνεις, κοιμάσαι»
Εμένα με πειράζει που από τα τελευταία ερείπια της καρδιάς μου
δεν έχω να πάρω τίποτα για να ξανακτίσω. Και ούτε θέλω.
Έχω κάτι χαλάσματα να μου θυμίζουν για άλλη μια φορά
πόσο ανόητη ήμουν… Μα πόσο χαζή…
Θέλησα στα αλήθεια να αποσυρθώ.
Να ξεχάσω ότι άρχισα.
Ευχαριστώ όλους τους γλυκούς μου φίλους, που τόσες μέρες
συνέχεια με παρηγορούν με τα πιο όμορφα σχόλια.
Και με στηρίζουν να συνεχίσω. Και επιμένουν ότι υπάρχει λόγος.
Προς το παρόν, δεν είμαι καλά με τον εαυτό μου.
Με κούρασαν οι ψιθυρισμοί πίσω από την πλάτη,
τα μαχαιρώματα κάθε μορφής και… με τρόπο,
η απολίτιστη και αγενής συμπεριφορά και προπαντός
η αδικία κάθε είδους από ανθρώπους που ποτέ δε θα περίμενα
και που θα ήθελα μόνο να τους θαυμάζω,
να τους προωθώ και να καμαρώνω.
Με κούρασαν οι ίντριγκες, το ανέβασμα και το κατέβασμα έργων
ζωής κάποιων ανθρώπων, που, ανόητε, εσύ που το κάνεις
με τόσο ελαφρότητα, δε γνωρίζεις αν πίνεις το αίμα αυτού
του ανθρώπου που προσπαθεί με το μάτωμα της ψυχής του
να σταθεί όρθιος. Με τις δικές του δυνάμεις.
Με κούρασαν οι τάχα πολιτισμένοι, τα πνευματικά βαμπίρ
που είναι έτοιμοι να εξαφανίσουν στο σκοτάδι κάθε σου
ανάσα στον χώρο μας. Με κούρασαν και τα παχιά λόγια αγάπης
από ανθρώπους που φθονούν και υποτιμούν και μισούν.
Με κούρασε η ασέβεια και η άξεστη ειρωνική συμπεριφορά
με υπονοούμενα τάχα… αθώα…
Με κούρασε η αντίδραση τάχα πολιτισμένων ομάδων ή σελίδων
που υποστηρίζουν την ισότητα και την αντίδραση
στον ρατσισμό κλπ., όταν με το να αγωνίζονται να κατεβάζουν
κάθε άλλου τη γνώμη ή με το να ειρωνεύονται, να κοροϊδεύουν,
να βρίζουν όποιον δε συμβαδίζει με όσα είπαν αυτοί, δείχνουν
πως πρεσβεύουν εντελώς το αντίθετο.
Σε αυτή τη ζωή όλοι αξίζουμε το σεβασμό. Παντού.
Σε όλους τους χώρους. Από όλους. Για αυτό που είμαστε και όχι
για αυτό που νομίζει ο καθένας πως θα έπρεπε να είμαστε.
Και έχουν όλοι το δικαίωμα του λόγου (με ευγένεια πάντα),
των δικών τους πιστεύω και των δικών τους αξιών.
Πολλά είναι εκείνα που με κούρασαν καιρό τώρα με την
ψευτιά τους την αδιάντροπη και τον έμμεσο βιασμό
συνειδήσεων. (Από ανθρώπους που εδώ κι εκεί διακηρύττουν
ότι είναι φορείς ευγένειας, σεβασμού και αλληλεγγύης.
Το χειρότερό μου όταν αποδεικνύονται κίβδηλοι.)
Μέχρι που δέχτηκα ένα ακόμα χτύπημα στην καλή μου πρόθεση
να εμπιστεύομαι ακόμα...
Τώρα, περνάω μια από εκείνες τις φάσεις που πρέπει
να συγχωρήσω, να ξεχάσω και να παραμείνω άνθρωπος
με την καλή την έννοια.
Προσπαθώ να ισορροπήσω, να αποδεχτώ αυτό που συμβαίνει
και να δω αν και πώς μπορώ να το διαχειριστώ.
Προπαντός να ξεχάσω θέλω!
Προπαντός να ξεχάσω ότι με έκαναν να νιώσω για άλλη μια
φορά σαν να είμαι ένα ανόητο, άχρηστο, άψυχο σκουπίδι
που ο καθένας το πετάει όπου θέλει.
Ακόμα προσπαθώ να ηρεμήσω και να ξαναβρώ τη χαμένη
μου αξιοπρέπεια.
Γιατί, ακόμα και ο πιο φτωχός έχει αξιοπρέπεια.
Και δικαιώματα. Και ζωή δική του.
Και έχει δικαίωμα να έχει κι αυτός ένα «σπιτικό»
είτε υλικό είτε πνευματικό, το οποίο κανείς δε δικαιούται
να του το γκρεμίζει πάλι και πάλι για κανέναν λόγο.
Για τους φίλους τους πολύτιμους της καρδιάς μου
εκφράζω το ειλικρινές ευχαριστώ μου!
Δεν ξέρω τι θα καταφέρω με μένα, οι ευχές σας όμως έχουν
δύναμη και ηρεμώ σιγά σιγά από το πρώτο σοκ.
Να είστε πάντα καλά! Την αγάπη μου!
...Poli Miltou ...
*κατώι= υπόγειο όπου συγκέντρωναν τη σοδειά για τον χειμώνα
**σαρμανίτσα= κούνια εδάφους που την κουνούσαν με το πόδι,
**σαρμανίτσα= κούνια εδάφους που την κουνούσαν με το πόδι,
ενώ έγνεφαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου