Το κάρο σπρώχναμε με οργή να βγει απ’ τη λασπουριά
κι αυτό εκαταβούλιαζε, αρνιόταν να κυλήσει.
Αργούσαν τα Χριστούγεννα, το Πάσχα πουθενά,
το καλοκαίρι ξέχναγε στην πόρτα μας να φτάσει.
Καραγωγέας μοχθηρός ο άκαρδος ο χρόνος,
τα άλογα κατεύθυνε αργά να προχωράνε
κι εμείς αδημονούσαμε οι μέρες να διαβούνε,
να γίνουμε ενήλικες, κανείς μην μας ορίζει…
Για πότε πέρασε ο καιρός κι άρχισε να βραδιάζει.
Βρήκε το κάρο δημοσιά και ξέφρενο περνάει,
βιάζονται τώρα τα άλογα, σαν άνεμος καλπάζουν,
σαν το νερό διαβαίνουνε οι εποχές του χρόνου.
Αχ, να μπορούσα να γενώ ξανά μικρό παιδάκι,
το κάρο θα το εμπόδιζα μ’ όλες μου τις δυνάμεις,
το δρόμο του θα έφραζα με το κορμί μου ακόμα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου