Το οχυρό... Λιλή Βασιλάκη.

Το απόγευμα όλη η ομάδα εκστρατείας είχε λάβει θέση στην
πλαγιά, ο καθένας στο πόστο του, αφού πρώτα όλοι
βαφτιστήκανε με τα καινούρια τους ονόματα.
Ο Ζαννής, το Μεγάλο σύννεφο, μετά από δική του πρόταση,
που όλοι αποδεχθήκανε, με την Αστραπή, δηλαδή εκείνη,
που το όνομά της το ‘χε προτείνει ο αρχηγός.
-Να σε πούμε Άνεμο, είχε πει πρώτη η Ρίτα, γιατί Ανώ μου,
τρέχεις σαν τον άνεμο! Όμως, ο αρχηγός είχε άλλη γνώμη.
-Όχι, Αστραπή! Τρέχει πιο γρήγορα από τον άνεμο.
Όλοι δείξανε σεβασμό και υπακοή στο Μεγάλο Σύννεφο.
-Κι εσένα Ριτούλα μου, Μάνα γη, της είχε πει με γλύκα η
Ανώ και όλοι συμφωνήσανε. Ο Ζαννής ονόμασε τη Μάρω,
Βροχή, γιατί είναι ευλογημένη κι Ανώ, τις δυο μικρές,
Μισοφέγγαρο και Λευκό φτερό.
Σκάβανε, λοιπό, οι τρεις τους με το Νάσο μαζί, το Ήσυχο
ποτάμι, που του ταίριαζε γάντι. Έτσι ήθελε η Μάρω, η
αδελφή του. Η Μάνα γη δεν έκανε πολλά-πολλά, άντε
κάνα κλαδί να έκοβε από τις Μελισσιές τριγύρω.
Οι άλλες δυο άξιες, η Μάρω, η Βροχή, με τη μια Λίτσα το
Λευκό φτερό, την αδελφή της, μαζεύανε κλαδιά για το οχυρό.
Η μικρή Λίτσα το Μισοφέγγαρο, ο κολοσούρτης, πιο πολύ
μπελάς ήτανε, παρά δουλειά που έκανε. Σκάβανε με μανία
και γρηγοράδα, γιατί έπρεπε να τελειώσουνε γρήγορα,
πριν τους πάρει η ώρα και είδηση η γιαγιά.
Όμως, λογαριάζανε χωρίς τον ξενοδόχο, όταν ακούστηκε
η στριγκιά φωνή της επιπλήττοντάς τους.
-Τι κάνετε κει πάνω; Ποιος σας έδωσε την άδεια να πάρετε
τον κασμά και τα σκαλιστήρια; Θέλετε να χτυπήσετε;
Ε; παλιόπαιδα! Τι πονηριές είναι αυτές στα μουλωχτά;
Τους είπε θυμωμένη.
-Να τα πάτε γρήγορα στη θέση τους! Εξακολούθησε αναμμένη.
Απομείνανε με τα σκαλιστήρια στα χέρια κοιτάζοντας την ένοχα.
Τα κοίταζε κι εκείνη, που τα τρόμαξε και αμέσως ο θυμός,
αυτοστιγμεί, κόπασε κι οπισθοχώρησε. Μπας, κι έχουνε και
άλλα παιχνίδια τα πουλάκια της; Ήτανε κι εκείνη κάποτε παιδί και σκαρφιζόντουσαν με τ’ αδέλφια της, χίλιους δυο τρόπους να
βρούνε κάτι να παίξουνε. Και με την σκέψη αυτή της παλιάς
ανάμνησης, μαλάκωσε. Παιδιά είναι… τι να τους πεις;
Και μετανιωμένη, ξεστόμισε τα λόγια, που της υπαγόρεψε
η καρδιά της…
-Φοβάμαι μη χτυπήσετε! Αλλά, άλλη φορά, πριν κάνετε
οτιδήποτε, θέλω να μου το λέτε, να το συζητάμε.
-Μα, προσέχουμε καλέ γιαγιά, άσε μας, σε παρακαλούμε!
Της είπε αναθαρρημένος ο Ζαννής.
-Τέλος πάντων , υποχωρώ για την ώρα. Όμως να είστε πολύ
προσεχτικοί και όχι ο ένας κοντά στον άλλο, μη χτυπήσετε.
Και να προσέχετε τους κρίνους μου, που έχω φυτέψει εκεί,
στην άκρη. Μη τους τσαλαπατήσετε! και τους έδειξε με το
χέρι της, τα λευκά και λιλά καμάρια της, που ήτανε ανθισμένα.
Συνεχίστηκε το σκάψιμο, κάτω από τις ευλογίες της γιαγιάς
πλέον και η σκόνη έγινε σύννεφο. Όταν τελειώσανε,
τουλάχιστον ένα μέτρο βάθος, ίσα-ίσα να τους χωρά,
το σκεπάσανε με τα γυμνά κλαδιά και στρώσανε επάνω
τα κλαδιά με τα φύλλα κι έτοιμο! Αφού καμαρώσανε το
έργο τους, στολιστήκανε με τα φτερά που στερεώσανε με
πολύχρωμες χασεδένιες λωρίδες, ρέλια από τα υφάσματα
του εργοστασίου. Μετά, αρχίσανε να τρέχουνε αλαλάζοντας
επάνω στη πλαγιά, με κραυγές σαν τους Ινδιάνους, που
βγαίνανε κομματιασμένες, από τις παλάμες τους, σαν
χτυπούσανε ρυθμικά το στόμα τους. Χαλάσανε τον κόσμο.
Δικαιολογημένα βέβαια, γιατί ήτανε αποφασισμένα.
Κανείς δεν θα ‘παιρνε τη γη τους, το νερό τους κι έπρεπε να
προστατέψουνε τον τόπο τους, κατατροπώνοντας τον εχθρό,
που παραμόνευε δίπλα τους.
Ψόφια το βράδυ από τον αγώνα τους και τις περίλαμπρες
νίκες τους πέσανε για ύπνο στα σπίτια τους. Μόνο χέρια και
πόδια πλύνανε. Τα μαξιλάρια τους, συχνά, αλλάζανε χρώμα,
από τα σκονισμένα κεφάλια τους, αλλά, που σκάφη κάθε
μέρα, χρόνος και νερό για τέτοιες πολυτέλειες.

Λιλή Βασιλάκη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου