Ένας αλήτης Απρίλης
κατρακυλά σφυρίζοντας,
απ' του μαύρου βουνού
την φαλακρή κορφή.
Κι αρχίζει εκεί να τραγουδά,
τινάζοντας ανέμελα
τσουλούφι μυρωμένο.
Και σαν αγέρας τ' άρωμα
πρόφτασε πριν εκείνον
να φτάσει κάτω
στις γκρίζες πολιτείες.
Το νιώσανε οι νερατζιές,
τινάξανε την σκόνη
κι άρχισαν να υφαίνουνε
στεφάνια λουλουδιών,
γεμίζοντας αρώματα
τους βουερούς τους δρόμους.
Μυρίσαν τα πετούμενα
ριγήσαν τα φτερά τους.
Το νιώσανε κι οι άνθρωποι
και βάλαν τα καλά τους.
Κι ήταν βραδάκι Σάββατο
κι αδειάσανε τα σπίτια,
τους δρόμους να γεμίσουνε
τα πάρκα, τις πλατείες.
Πώς να βαστά κάνεις
να στέκεται κλεισμένος
όταν στον κόσμο αγέρωχα
Μαρίνα Αντωνίου
Συλλογή: Ξεχασμένες Ζωές
(Με μικρές περικοπές από το αρχικό.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου