Στον Αστερισμό του Κύκνου... Μανώλης Κατσούλης.

Πάνω σε μια κόλλα χαρτί, πώς να περιγράψω,
ό,τι πιο όμορφο, μαγικό, ασύλληπτο
αλλά και τραγικό, στο τέλος, έχω βιώσει;
Εσύ,
που είσαι κυρίαρχη του μυαλού μου,
η πρώτη και τελευταία σκέψη,
δε θα το διαβάσεις έτσι,
αφού δεν το έζησες έτσι
και δεν το ένιωσες έτσι,
ποτέ.
Αγαπημένη μου,
μουσικές νότες έκστασης,
πέρασαν από μπροστά μου,
παίζοντας με τ’ ονειρικό φως σου,
ερχόμενες σαν ελπίδες απ’ το μέλλον,
τραγουδώντας μακρόπνοα και χωροχρονικά.
Ήθελα ν’ ακούσω τη φωνή σου,
στον Αστερισμό του Κύκνου,
ν’ αναπολεί τ’ αστέρια που χάθηκαν,
χορεύοντας μπροστά στις μαύρες τρύπες,
για να ξαναγεννηθούν σε παράλληλα Σύμπαντα
και να την ξεχωρίσω
ανάμεσα από χίλιες χαοτικές κραυγές
που ξεπηδούσαν σαν ερινύες απ’ το μυαλό μου.
Κοιτούσα τ’ αστέρια κι έβλεπα τα μάτια σου.
Ήθελα να δω
την αντανάκλαση της λάμψης των ματιών σου
με τις θαυμάσιες βεντάλιες,
σαν να ’ταν ένα ηλιοβασίλεμα
ή ένα φεγγαρόλουστο βράδυ,
και να την ξεχωρίσω
απ’ τις αχτίδες του Ήλιου και του Φεγγαριού,
σαν μέγα ρόδο,
σαν μακρόπνοο φως αγάπης,
τόσο προς εμένα,
όσο και προς τα Σύμπαντα
που αναβόσβηναν στις άκρες του αχανούς ουρανού.
Ήθελα να βρεθώ δίπλα σου,
σαν ίσκιος να σ’ ακολουθώ,
ν’ ακουμπώ τα μαλλιά και το μαργαριταρένιο δέρμα σου,
να μυρίζω τα στήθη σου τα μυρωμένα
που τ’ άρωμά τους θα τ’ αναγνώριζα
αφού ξεπερνούσε ακόμα
και την αιθέρια ευωδιά των λουλουδιών.
Ήθελα με τα χέρια μου,
γύρω απ’ το κορμί σου,
να σ’ αγκαλιάζω σφικτά,
όπως πλέκουν τους καρπούς τους,
στο υγρό θάμπος, οι κερασιές.
Ήθελα ν’ ανταλλάζω μαζί σου τις αναπνοές μου,
και να σμίγω τα χείλη μου με τα δικά σου,
όπως έπλεκα μεταξύ τους
τις πευκοβελόνες όταν ήμουν παιδί,
καθισμένος στους μπλε βράχους του Υμηττού,
αγναντεύοντας τη θάλασσα
και τα νησιά του Αιγαίου Πελάγους,
φτιάχνοντας από τότε το περιδέραιο
που θα σου κρεμούσα στον λαιμό.
Τα όνειρά μου,
γεμάτα μουσικόχρωμες ελπίδες
που τις έστελνε το μέλλον και οι πλανήτες,
σαν ωδικά πτηνά μ’ ανοιγμένα φτερά,
ανατροφοδοτούσαν το χθες και το αύριο
παραδομένα στην έκσταση του σήμερα.
Μέχρι που εντελώς ξαφνικά,
ο λαμπερός χωροχρονικός αυλός
γέμισε μ’ άξεστη μαύρη πάχνη.
Μια τρομακτική άναστρη νύχτα
γεννήθηκε κι έφερε την καταστροφή.
Μια αιμοβόρα καταιγίδα
με βροντές κι αστραπές απ’ το υπερπέραν,
άλλαξε τα πάντα.
Τότε κατάλαβα,
ότι αγαπούσα και διεκδικούσα κάτι που δεν υπήρχε.
Αντίκρισα δυο δόλια ξένα χέρια, μες στο σκοτάδι,
που βγήκαν απ’ τα έγκατα της Γης
κι όσο το ένα χάιδευε
με πάθος τους ροδένιους σου μυώνες
και σε τράβαγε μακριά μου,
τόσο τ’ άλλο, μου έσφιγγε τον λαιμό
και με βούλιαζε βαθιά στο χώμα.
Ω, δύσοσμη χωματερή!
Ρόδο, φυτρωμένο στις κοπριές!
Ο Αστερισμός του Κύκνου,
έβαψε μ’ αίμα τις γιρλάντες του,
μάζεψε όλους τους κρυμμένους αστερισμούς,
σίγησε το κρυφό γέλιο τους,
τόξευσε βέλη από βρύα
κι όλοι μαζί χάθηκαν,
όπως είχαν έρθει άλλωστε,
μαζί με την ασημένια και χρυσή λάμψη τους,
απ’ τις αποβάθρες του νυχτερινού ουρανού.
Το Φεγγάρι σάλπισε αγριεμένο,
έδιωξε δακρυσμένο τις χρυσαχτίνες του Ήλιου
από πάνω του
και θόλωσε τα Σύμπαντα
γεμίζοντάς τα μ’ αρπαχτικά ακάνθινα πουλιά.
Η πνοή τ’ αγέρα έσβησε,
η Γη δίψασε,
ατέλειωτος καημός θρονιάστηκε στ’ αγγεία του στήθους
και η θάλασσα θρηνώντας
με στοιχειωμένα πλοία να χαροπαλεύουν,
υποχρέωσε έναν Κύκνο
που πετούσε από κατάρτι σε κατάρτι,
να σταματήσει το θλιβερό παρατεταμένο κρώξιμο.
Διαισθανόμενο τ’ όμορφο μαντικό πουλί του Απόλλωνα
τον επερχόμενο θάνατο, ράμφισε τα μαύρα πανιά,
κι άρχισε να κελαηδάει με πολύ γλυκιά φωνή.
Με το κύκνειο άσμα του,
σφράγισε την απαρχή της εποχής,
της πείνας, της δίψας, των νερών και των καρπών.
Αχ, χαμένη ανθοστέφανη Άνοιξη.
Αχ, εξερευνητή και δημιουργέ του θαύματος
στις παρυφές του δειλινού.
Αχ, ωδές για παγωμένα ροδοπέταλα.
Αχ, σονέτα εκδίκησης της αγάπης.
Αχ, άπληστε θρήνε του ζωσμένου πόνου,
του προδομένου πόθου και της αιώνιας ερωτικής δίψας,
αφού όλα τα κατάπιες
μόνο σε μια και μοναδική αιφνίδια στιγμή,
υποτάξου πλέον στην απουσία της ζωής και στον νόμο,
όσο πιο μεγάλος είναι ο έρωτας
να ’χει και τόσο πιο αδυσώπητο τέλος.
Στον Αστερισμό του Κύκνου
ΜΑΝΏΛΗΣ Α. ΚΑΤΣΟΎΛΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου