Τις άδειες νύχτες μου ονειροβατώ,
νιώθω να ζω σε σπηλιά
με κοφτερούς βράχους κι αψηλοκρέμαστες αράχνες.
Με κοίμιζαν σε μυριοπλούμιστες κούνιες
και η λεβεντομάνα μου, μελοστάλαχτο
καρπό γευόταν πρίν με βυζάξει.
Ομορφοστέφανη με φώναζε και
με γλυκόλογα με νανούριζε.
Σε μαλλάκια
καλοπλέξουδα
αχνογάλαζη κορδέλα
μού φορούσε.
Σαν τη θεά ήταν, με
αδάκρυτα μάτια και μακρομαλούσα
Καμάρωνε για την γλαυκόματη και ροδοδαχτυλάτη κόρη
που μεγάλωνε.
Πού να 'ξερες μάννα μου,
η θυγατέρα σου, σαν την Εκάβη με τις κατάρες
και τα ματωμένα λάφυρα ,
ήταν γραφτό της να ζει.
Σαν τη λαβωμένη γερακίνα κρύφτηκα στο σπήλαιο.
Δε φοβάμαι, κι ας τρέχουν από τα μάτια μου πύρινα δάκρυα.
Φώτα με λαμπάδες
θ' ανάψω να κάψω
τις συμφορές.
Τα γυμνωμένα στήθια μου με σύννεφο
θα σκεπάσω και μόνο οι αχτιδοβόλες του ήλιου θα τα ζεσταίνουν.
Μαύρος καπνός θα γίνω και με τη θεϊκή πνοή μου
μπροστά σας θα πετάξω, από τον κατατρεγμό
να ξεφύγω .
Και σαν φεγγαρογέννητη στις πόρτες σας στεφάνια θα κρεμάσω
Με μύρο τις αυλές σας θα ραντίσω απ' τον βωμό
τον λαμπροστόλιστο .
Με μύρτα και κρινολούλουδα τον θάνατο θα στολίσω
και με το φως του Αποσπερίτη
γλυκά θα κοιμηθώ
Σούλα Βιολάρη

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου