Ὁ κυρ Βοριᾶς...

Ὁ κυρ Βοριᾶς παράγγειλεν οὕλω τῶν καραβιῶνε … Καράβια π’ ἀρμενίζετε, κάτεργα ποὺ κινᾶτε, ἐμπᾶτε στὰ λιμάνια σας γιατί θὲ νὰ φυσήξω»… Αὐτὰ τὰ λέγει ὁ κυρ Βοριᾶς ἅμα εἶναι θυμωμένος τὸ χειμῶνα. Μὰ τὸ καλοκαίρι εἶναι στὰ καλά του καὶ εἶναι ἥμερος καὶ χαρούμενος. Φυσᾶ καὶ δροσίζεται ἡ πλάση, λαμποκοπᾶ ὁ ἥλιος κι οἱ θάλασσές μας μοσκοβολᾶνε. Γεμίζουνε τὰ πέλαγα μὲ ἀφρισμένα κύματα ποὺ τὰ σαλαγᾶ σὰ πρόβατα ὁ παλληκαρὰς ὁ τσομπάνος ὁ κυρ Βοριᾶς. Οἱ ἀφροὶ πλέβουνε ἀπάνω στὰ μαβιὰ νερὰ ποὺ ἀναταράζουνται μὲ βουὴ καὶ ρεματίζουνε ἀνάμεσα στὶς στεριὲς καὶ στὰ νησιά. Κατεβαίνω στὴν ἀκροθαλασσιά … Οἱ θάλασσες χτυπᾶνε μὲ βρόντο στὶς πέτρες κι οἱ ἀφροὶ μὲ ραντίζουνε. Ἡ ἁρμύρα γεμίζει τὸν ἀγέρα σὰν ἀψὺ πιοτό. Τό ‘να κῦμα ἔρχεται πάνω στ’ ἄλλο καὶ σηκώνει τὴν ἄσπρη κεφαλή του. Κάθε τόσο φτάνει στὴ στεριὰ μιὰ θάλασσα πιὸ θυμωμένη καὶ πιὸ μεγάλη ἀπὸ τὶς ἄλλες σὰν κριάρι ἀνάμεσα στὰ πρόβατα καὶ ρίχνεται ἀπάνω στὸ βράχο καὶ σκορπᾶ μὲ βόγγο. Ἀπὸ τὴ ἄβυσσο ἀνεβαίνει ἕνα μυστήριο, μ’ ὅλο ποὺ λάμπει ὁ ἥλιος. Τώρα πιὰ ἔχει φτάξει παντοῦ ὁ κυρ Βοριᾶς κι ὅλη ἡ πλάση πανηγυρίζει. Τὰ καράβια ἀρμενίζουνε γρήγορα μὲ τὰ πανιὰ φουσκωμένα ἀπὸ τὸν ἀγέρα καὶ διασταυρώνουνε τὸ’να τ’ ἄλλο. Ἄλλα πᾶνε καταπάνω στὸν καιρό, ἄλλα πρύμα, ἄλλα κατάπρυμα. Κοντὰ στὶς στεριὲς βλέπεις καὶ καμιὰ βαρκούλα μὲ τὸ πανάκι της ποὺ τσαλαβουτᾶ σὰ πάπια. Στὸ ἀκροθαλάσσι εἶναι ἕνα ρημοκλήσι. Τὸ κῦμα χτυπᾶ στὰ θεμέλια του, ραντίζει τὴ χυβάδα στ’ ἃγιο βῆμα καὶ δυὸ βάρκες ποὺ’ναι τραβηγμένες ὄξω γεμᾶτες φύκια. Μπαίνω μέσα καὶ κάνω τὸ σταυρό μου. Τὰ παλιὰ εἰκονίσματα στέκουνται ἀπὸ πολλὰ χρόνια στὸ εἰκονοστάσι ποὺ’ναι καρφωμένο μὲ ξύλινες καβίλιες. Ὁ Ἃγιος Νικόλας κάθεται στὸ θρονί του, ταπεινὸς καὶ καλοκἄγαθος, ντυμένος μὲ τὰ δεσποτικά του, μὲ κοντὰ γένια, ἠλιοψημένος σὰ θαλασσινός. Μὲ τὸ’να χέρι του βλογᾶ τὸν κόσμο καὶ μὲ τό ἄλλο βαστᾶ ἀνοιχτὸ τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ γράφει: «Δεῦτε πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι κ’αγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς. Κάθουμαι κάμποση ὥρα σ’ ἕνα στασίδι κι ἀκούγω τὸν ἀγέρα ποὺ βουίζει καὶ τραβᾶ τὸ ἴσιο χωρὶς νὰ ψέλνει κανένας. Ὁ Ἃη Νικόλας μὲ κοιτᾶ μὲ τὴν ἥμερη ματιά του. Στὴ διπλανὴ θυρίδα κάθεται ἡ Παναγία ἡ Ὁδηγήτρια, συλλογισμένη, πικραμένη καὶ βαστᾶ στὴν ἀγκαλιά της τὸ Χριστὸ ποὺ βλογᾶ τὸν κόσμο. Κάνω πάλι τὸ σταυρό μου καὶ βγαίνω ἔξω. Οἱ σκοῖνοι μοσκοβολᾶνε. Ὁ κυρ Βοριᾶς σαλαγᾶ τὰ ἄσπρα τὰ πρόβατά του, ποὺ γεμίζουνε τὸ πέλαγο καὶ περπατᾶνε ὅπου γυρίσεις καὶ τηράξεις. Καράβια καὶ καΐκια ἀρμενίζουνε ἀνάμεσα σ’ αὐτὰ τὰ πρόβατα δροσολογημένα ἀπὸ τὸ μελτέμι τοῦ Δεκαπενταύγουστου. Ἥμερος καιρός, ἥμερη πλάση, ὅλα ἥμερα στὴν ἁγιασμένη Ἑλλάδα, «εἰκόνα πραότητος» σὰν τὸν ἅγιο Νικόλα, ὅλα φτωχὰ κι ἁπλὰ μὰ πλούσια – «τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια»... Δημοτικό τραγούδι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου