Ω θεία θωριά απόκοσμη, άγνωστων εποχών,
λάγνο βλέμμα ηδονικό, απ’ του Ομήρου στοίχο.
Γιατί μπροστά μου βρέθηκες, σκήπτρο των νικητών;
Με την θωριά της Αφροδίτης, και των σειρήνων ήχο.
Χείλη στου αίματος το χρώμα, χρεία της καρδιάς,
Και παλακίδας πρόκληση, το γάργαρό σου γέλιο.
Σύγκορμος να ριγώ αισθάνομαι, όταν γλυκά μιλάς,
να σ’ αγκαλιάσω θέλησα, για να σου πω σε θέλω.
Στήθια αγέρωχα σφιχτά, είδα ξάφνου μπροστά μου,
κι αμέσως υποτάχτηκα, στο νεύμα των ματιών σου.
Αναίσχυντα σε χάιδεψα, φιλήδονη ομορφιά μου,
άπληστα θέλησα να γευτώ, το μέλι των καρπών σου.
Μ’ αγκάλιασες τότε κι εσύ, κι οι δυο γενήκαμε ένα,
κι επάνω μου χόρεψες χορό, γνώρισμα αμαζόνων.
Στον βούρκο κι αν κυλίστηκα, το έκανα για σένα, κι ας
μείνουν πάνω μου οι βρωμιές, σημάδια πολλών χρόνων.
Σαν τον χωρώ βαρέθηκες μ’ έσπρωξες μακριά σου,
αυτό που θέλαμε κι οι δυο , αχόρταγα είχαμε πιει.
Μου ‘γνεψες τότε γελαστή, να ‘ρθω ξανά κοντά σου,
να μου χαϊδέψεις τα μαλλιά, στο στόμα ένα φιλί.
Τι χάρη μου έκανε η ζωή, τι μου ‘μελε να ζήσω,
τι δώρο ανέλπιστο κι αυτό, εσένα να γνωρίσω.
Το ξέρω τέλειωσε εδώ και πρέπει να σ’ αφήσω,
τώρα ήσυχος πια μπορώ γι αλλού να ξεκινήσω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου