Έσφιγγε η γροθιά... Βάθη Σταματίνα.

Έσφιγγε η γροθιά και η πνοή γινόταν αγέρας και η φωνή γινόταν
ερωτηματικά, γινόταν φοβέρα : "Αδερφέ που πας?"
Και η γροθιά έσταζε αίμα, αίμα και φωτιά  και η φωνή βοούσε,
βοούσε και βογγούσε: "Ήλιε μην με ξεχνάς".
Και το αίμα γινόταν ποτάμι, ποτάμι και πυρκαγιά και η φωνή
γινόταν τραγούδι, γινόταν χείμαρρος από παράπονα, παράπονα
και διδάγματα πολλά , ελπίδα άραγε?? Καμιά??

Αναφιλητά και κραυγή. Έσταζε πάνω στην γη, έσταζε
και γινόταν Καιάδας, Καιάδας και ντροπή :
"Άραγε είμαστε διαφορετικοί, άραγε έχουμε άλλη ψυχή??"
Τα φορτηγά βοούσαν πάνω στην εθνική και οι ψυχές
βογγουσαν για ήλιο και καθάρια αναπνοή.
Εμπηξε το μαχαίρι σύριζα στην καρδιά και αυτή μιλούσε
για αγάπη και φιλιά, για κρασί, έρωτα και βράδια ανανεωτικά.

Αλλά ήταν νταμάρι, νταμάρι σκαμμένο, με αδικία και πονηριά
καμωμένο, αυτό το κομμάτι γη το από τον Θεό προικισμένο.
Και απορούσε ο φτωχός: "Άραγε υπάρχει Θεός??"
Παιδιά στο αχόρταγο θηρίο της πλεονεξίας, εργάτες 
χωρίς ελπίδα, έρμαια μιας μηδαμινής κυριαρχίας.
Άνθρωποι στιβαγμενοι, από τον καταναλωτισμό ισοπεδωμένοι.
Ένας είλωτας ο άνθρωπος στο σκοτάδι,
χωρίς ελπίδα, χωρίς λιμάνι.

Ούτε ένας φάρος να λάμπει, μόνο κενό, κηλίδα μαύρη.
Και το βρέφος να ωρύεται για μέλλον χωρίς φως.

Μην κλαις μάνα, μην κλαις, το άδικο γιγαντώνει τον θυμό,
τον κάνει θάλασσα, ολάκερο ωκεανό.
Και η ψυχή θέλει χάδι, θέλει φιλί, θέλει πίστη στο καλύτερο,
θέλει ελεύθερη ζωή.
Μην μου μπήγεις το μαχαίρι πιο βαθιά, το σώμα πονάει αλλά
η ψυχή γιγαντώνει, φτάνει ψηλά.
Λυπήσου το δάκρυ, λυπήσου όπως πέφτει καταγής, φτάνει
μέχρι τον ουρανό, γίνεται σημάδι ευχής.
Γίνεται ερινύες, γίνεται αλυσίδα να έρπεις γονυπετής.
Το αίμα γίνεται ποτάμι, θάλασσα, ωκεανός,
η ζωή θέλει γέλιο, δάκρυ, φως.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου