Η ζωή μου σα μια μικρή βόλτα στο πουθενά ήτανε.
Τα νιάτα μου σαν μια θάλασσα αγριεμένη να τά 'λουζε.
Έβλεπα τις ανθισμένες βιόλες και τις ζήλευα, γονάτιζα
να μυρίσω τον ανθό τους και να κόψω ένα ροδοπέταλο.
Πάντα έφευγα γρήγορα, λες και με κυνηγούσαν. Σαν
να έπρεπε να φθάσω κάπου, που μόνον εγώ μπορούσα.
Ποτέ δεν κοιτούσα πίσω. Αδιαφορούσα αν φεύγοντας έτσι
ξαφνικά, άφηνα τις μικρές μου βιόλες να μαραζώσουν.
Ο δρόμος ήταν δύσβατος αλλά ποτέ δεν με κούρασε.
Οι χειμώνες άγριοι, αλλά ποτέ δεν ένιωσα να κρυώνω.
Την βροχή την αγαπούσα, ερχόταν σαν ερωμένη, χάιδευε
το σώμα μου και με ξέπλενε μέχρι τα βάθη της ψυχής μου.
Πάντα έβρισκα ένα ξέφωτο να ξαποστάσω, να ξαπλώσω, να
μετρήσω τα αστέρια. Να μυρίσω τα λουλούδια και μετά
πάλι να κινήσω να βρω αυτήν, που με τόσο πάθος αναζητούσα
και μέχρι τώρα απλά ονειρευόμουνα. Την ίδια την ευτυχία.
Έτσι τα χρόνια μου περνούσαν με μικρές χαρές, χωρίς βάρος
στην ψυχή και έναν προορισμό. Ήταν καλά και το απολάμβανα.
Ένα πρωί που άνοιξα τα μάτια μου το σώμα μου πάγωσε.
Μπροστά μου είχα αυτήν που τόσα χρόνια έψαχνα, την ευτυχία.
Σηκώθηκα και την ένιωσα να μπαίνει μέσα μου. Να κατακλύζει
κάθε ιστό του σώματος μου. Να γίνεται ένα με μένα και να με
κάνει να αισθάνομαι ότι έχω τα πάντα. Αυτό που τόσο έψαχνα.
Ήμουν πια ευτυχισμένος. Είχα αυτήν. Την πολυαγαπημένη μου.
Ζούσαμε έτσι μαζί. Κυλούσε μέσα στο αίμα μου. Χτυπούσε
στους ρυθμούς της καρδιάς μου. Την ένιωθα στις φλέβες μου.
Αυτή μου έκλεινε τα μάτια για να κοιμηθώ, αυτή μου τα άνοιγε
όταν ξυπνούσα. Με αυτή πορευόμουν μέρα και νύχτα.
Περνούσαν οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια, και εγώ είχα μάθει
να γελάω. Να δίνω συμβουλές με υψηλή φιλοσοφία. Να κρίνω
τους άτυχους που δεν κατάφεραν ποτέ τους να την βρουν και
να κατακρίνω εκείνους που δεν θέλησαν να την ψάξουν.
Κάποια βράδια άρχισαν να έρχονται στον ύπνο μου, σαν
σκιές στην αρχή, φαντάσματα που με τρόμαζαν πολύ.
Ήταν οι μικρές μου βιόλες, που με συντρόφευαν στα ξέφωτα
όταν ξάπλωνα να ξαποστάσω, κάτω από τα αστέρια.
Σιγά σιγά η ευτυχία άρχισε να ξεκολλάει από επάνω μου.
Άρχισα να την βλέπω μπροστά μου, δίπλα μου, χωρίς να
την νιώθω, χωρίς να την αισθάνομαι. Όπου και να κοίταζα
έβλεπα την ευτυχία μου, άλλα εγώ είχα μείνει μοναχός.
Πολλές φορές ήθελα να αποδράσω. Να πάω πίσω, από εκεί
που πέρασα, να ξανακάτσω κάτω από την βροχή, να μετρήσω
ξανά τα αστέρια, να ξαπλώσω σε ένα ξέφωτο χωρίς να πρέπει
να δίνω συμβουλές και χωρίς να θέλω να μου δώσουν.
Νιώθω πλήξη, μεγάλη πλήξη, που κάποιες φορές γίνετε πίκρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου