Οι ιδέες μου στερέψανε και πως θα αντλήσω άλλες,
Στο δέντρο το της γνώσεως, να ανέβω, θέλω σκάλες.
Δεν είμαι πια αετόπουλο, με μάτι γερακίσιο,
Πουλί μοιάζω κουτσόφτερο, σε διάδρομο καμπίσιο.
Ο χρόνος τρέχει αμείλικτος και χάρη δεν μου κάνει,
Τα βάρη του μου φόρτωσε, στην άκρη να με βγάνει.
Οι θύμησες μου φέρνουνε στον Νου, παλιές εικόνες,
Αυτές μου καθρεφτίζουνε, πολύχρονους αγώνες.
Εκτός της επιβίωσης και μπόλικα ξενύχτια,
Με χρώματα του Έρωτα, μορφές… για Καρδιοχτύπια.
Εκείνα μόνο μείνανε, στην μοναξιά συντρόφια,
Πικρά τα δάκρυα στέρησης, στην πλήξη γιατροσόφια.
Δηλώνω πλέον αδύναμος, σε Νου Ψυχή και Σώμα,
Ακίνητο ή κινούμενο, στοχάζεται το πτώμα.;
Τον Λόγο δεν τον έχασα, ούτε το Λογικό μου,
Η πείρα μου Θεώρημα, σπουδάζει το γραφτό μου.
Ως πότε όμως δύναται κι αυτή να με ορμηνεύει.;
Αν κάποια βίδα λάσκαρε κι η πέννα, θα λαθεύει.
Γι αυτό κι εγώ αποφάσισα, να περιορίσω κάποια,
Και θα διαγράψω από τον Νου, τα περιττά «κιτάπια».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου