Ο ήλιος σκοτείνιασε κλαίγοντας,
μη θέλοντας την πόλη να δει,
εκείνη που τα βράδια τον κοίμιζε,
λέγοντας παραμύθια δίπλα στο ποτάμι.
Χίμηξε ο φόβος,
μέσ' απ' τις κλειδωμένες πύλες
ουρλιάζοντας μ' απαίσια φωνή,
κι οι μόνοι μάρτυρες
του ανθρώπινου θρήνου
οι αρχαίες κολόνες.
Μια σκοτεινή ησυχία περπάτησε μετά
πάνω στη σκόνη του δρόμου
κοιτώντας τα ξεσκέπαστα σπίτια
ψάχνοντας για γέλιο παιδικό.
Κάτω απ' τον ήλιο όμως, πάντα,
μεγάλωνε ο δυόσμος στις αυλές
χωρίς κανείς να τον ποτίσει
δίπλα στα καφασωτά παράθυρα.
Έπαιρνε ο αέρας κάθε σούρουπο
λίγο απ' τ' άρωμά του
και το 'φερνε στις άδειες κάμαρες
στους έρημους τους πύργους.
Τώρα εκεί οι άνθρωποι,
φθηνά πουλάνε ελπίδες και όνειρα
στους βρόμικους πάγκους
μιας πληγωμένης αγοράς,
κι ο έρωτας σακάτης τριγυρνά
στους σκονισμένους δρόμους
μαζί με τα καμιόνια.
Βαθιά στο χώμα ,
κόκκαλα και παιχνίδια
ρωτώντας ριγούν.
Συλλογή Σκοτεινά Μονοπάτια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου