Ήταν κάποτε ένα κορίτσι γελαστό, απροβλημάτιστο, έξω καρδιά.
Νόμιζε πως όλος ο κόσμος ήταν καλός και ειλικρινής σαν και
κείνο και είχε χρώμα ροζ. Κι όσο κι αν προσπαθούσε αλλιώς
να τον δει πάντα ροζ τον έβλεπε. Ροζ ο κόσμος όλος και όλοι
οι άνθρωποι καλοί κι ευγενικοί και φίλοι της. Με αυτούς τους
ανθρώπους, με αυτούς τους φίλους λοιπόν περνούσε το χρόνο
της, έβγαινε τα βράδια και διασκέδαζε, χόρευε και γελούσε.
Ώσπου μια νύχτα είδε τα πρόσωπα πίσω από τις μάσκες.
Είδε τα σφιγμένα δόντια πίσω από τα χαμόγελα.
Είδε τα παγωμένα μάτια, τα άψυχα κόρμιά. Όχι, δεν μπορoύσε
να ήταν αλήθεια. Ήταν δυνατόν; Ναι, ήταν.
Αυτοί δεν ήταν άνθρωποι. Ήταν ύαινες.
Είδε τα άσχημα σαγόνια τους κι άκουσε το φριχτό ουρλιαχτό
τους. Μύρισε τη βρωμερή ανάσα τους. Ήταν πολλά τα αγρίμια
και ήταν μόνη της. Ήταν αδύνατον να νικήσει, να ξεφύγει,
να σωθεί, την είχαν κυκλώσει. Μπορούσε μόνο να περιμένει
να τελειώσουν το άρρωστο φαγοπότι τους.
Ήξερε πως δεν ήταν εύκολο κι ούτε θα τελείωνε γρήγορα.
Όλος ο κόσμος άλλαξε εκείνη τη νύχτα.
Τα χρώματα άλλαξαν, οι διαστάσεις τους σύμπαντος άλλαξαν.
Το παρόν με το παρελθόν μπλέχτηκαν.
Το τώρα και το ποτέ έγιναν ένα.
Η απόγνωση και η ελπίδα μπερδεύτηκαν.
Απόγνωση γιατί η αυγή ήταν ακόμα μακριά, ελπίδα γιατί κάποτε
θα ξημέρωνε. Μια σκέψη χαράχτηκε στο μυαλό της.
Τι κι αν σου πάρουν το κορμί, η σάρκα είναι φθαρτή.
Την ψυχή σου δε μπορεί να την αγγίξει κανείς.
Κανένα χέρι δε μπορεί να αγγίξει το άυλο. Η ψυχή σου θα μείνει
εκεί μέσα βαθειά κρυμμένη, δε θα σου τη λερώσει κανείς.
Γαντζωμένη σε αυτή τη σκέψη, έπαψε να νιώθει, έπαψε να
αισθάνεται και κάρφωσε το βλέμμα της στο παράθυρο
περιμένοντας το πρώτο φως της μέρας να φανεί.
Κι άργησε τόσο μα τόσο να φανεί.
Κάποτε ξημέρωσε. Οι ύαινες έβαλαν και πάλι τις χαμογελαστές,
καθώς πρέπει μάσκες τους. Τα μάτια τους έγιναν και πάλι
ανθρώπινα κι εκείνη μαζεύοντας τα κομμάτια της σερνόμενη
γύρισε στο σπίτι, στη δική της φωλιά. Στο δικό της κόσμο,
στη δική της ψυχή όμως ήταν ακόμα νύχτα.
Το ρολόι είχε σπάσει εκείνο το βράδυ και οι δείκτες γυρνούσαν
σαν τρελοί. Βρισκόταν εκτός τόπου και χρόνου με μια παγωμένη
ψυχή κι ένα κομματιασμένο κορμί. Η σάρκα της αιμορραγούσε,
φλεγόταν μα τα δάκρυά της ούτε να την καθαρίσουν μπορούσαν
ούτε να την δροσίσουν. Μα εκείνη δεν μπορεί να ουρλιάξει μήτε
να μιλήσει. Και ο βουβός πόνος είναι πόνος αγιάτρευτος που
στοιχειώνει την πραγματκότητα και τα όνειρα.
Σύρθηκε στη μέσα πλευρά της ντουλάπας της.
Ήθελε να κρυφτεί από όλους, να ξεχαστεί και να πεθάνει εκεί,
να σταματήσει να νιώθει, να σκέφτεται, να υπάρχει.
Το λεπίδι που κρατούσε στα χέρια της ήταν πολύ κοφτερό.
Μια απόφαση ήταν… λίγο κουράγιο ήθελε μόνο και όλα
θα τελείωναν. Ο πόνος, η ενοχή, η σιχασιά, η ντροπή.
Ναι, η ντροπή.. πόσο μα πόσο πολύ ντρεπόταν.
Πίεσε δυνατά το λεπίδι πάνω στο χέρι της, πίεσε λίγο ακόμα
κι άρχισε να νιώθει τη σάρκα της να ανοίγει κάτω από την
πίεση της κοφτερής λάμας. Ένας ακόμη βιασμός του κορμιού
της, ο τελευταίος. Λίγο ακόμα ήθελε, μα ξαφνικά σταμάτησε.
Ήταν πολύ κουρασμένη.
Κουλουριάστηκε σαν αγέννητο μωρό καλά φυλαγμένο μέσα
στη θαλπωρή της μήτρας και κοιμήθηκε βαθιά.
Σαν άνοιξε τα μάτια της δεν ήξερε αν είχαν περάσει ώρες
ή μέρες. Βγήκε με κόπο μέσα από τη ντουλάπα και σύρθηκε
στο κρεβάτι της. Σκεπάστηκε με την αγαπημένη της κουβέρτα.
Τα μάτια της εξακολουθούσαν να είναι υγρά μα η ζωή σπίθιζε
ακόμα μέσα τους. Τράβηξε ένα κομμάτι χαρτί από το κομοδίνο
δίπλα της και έπιασε το μολύβι με τα πονεμένα της δάχτυλα.
Έκανε να το σφίξει μα οι κινήσεις της γίνονταν με δυσκολία.
Πήρε μια βαθιά ανάσα κι έσυρε το μολύβι της απάνω στο χαρτί.
«Ήταν κάποτε ένα κορίτσι γελαστό, απροβλημάτιστο, έξω
καρδιά. Νόμιζε πως όλος ο κόσμος ήταν καλός και ειλικρινής
Για κάθε όχι που δεν έγινε σεβαστό, κάθε χαστούκι
που βρήκε πρόσωπο ν' αγγίξει, κάθε προσβολή και βία,
κάθε πεταμένο γυναικείο κορμί στην άκρη του δρομου,
της κάμαρας, του γκρεμού...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου