Απόδραση... Αντριάνα.

Δρόμοι στενοί. Πιέζουν πολύ. Φανάρια μικρά, στέκουν νεκρά.
Χάθηκε ο καστανάς. Χάθηκ η χαρά, η γεύση.
Που είναι τα παιδιά; κάλαντα βουβά.
Σφυρίζουν μέσα μου αμυδρά μα δεν τ ακούς πουθενά.
Κι εκείνη η πλανόδια μπάντα απουσιάζει.
Νεανικές φωνές σε τζάμια κρύα, απατηλά.
Διαλαλεί την πραμάτεια του το μαγαζί.
Μα πελάτης κάνεις.
Περπατάω γυμνή. Ναι, χωρίς ντροπή. Έτσι είν' η στιγμή.
Δεν ντρέπομ εγώ. Αυτοί να ντραπούν που χουν μόνο
το χρήμα στο νου.Βουβάνθηκαν τα σκυλιά. Φωνή καμιά.
Κι οι σπουργίτες, σαν άνθρωποι κουτοί, μπαίνουν σε κλουβί.
Τι κατάντια κι αυτή.
Ζηλεύω τον άστεγο που δεν έχει σπίτι να εγκλειστεί.
Ζηλεύω ο τι πετάει, γιατί εγώ δεν έχω φτερά.
Μου τα μάδησαν κι αυτά. Δεν έχω καρδιά.
Την άρπαξαν σε μια χρονιά. Αόρατος, λέει, ο εχθρός.
Ορατή όμως η μιζέρια κι η άπνοια ψυχής.
Σώζετε το κορμί μα δεν την σκεφτήκατε αυτή.
Σαν μπαλόνι αδειάζει ο αέρας και μένει λιπόθυμη.
Λάστιχο σκισμένο. Σκουπίδι ολκής. Μα να, κάτι σαλεύει αμυδρά.
Ένα χέρι απλώνει πιάτο, σούπα ζεστή στον άστεγο που τρέμει
σαν σκυλί. Κι άλλο χέρι δίνει ρυθμό.
Κι άλλο, κι άλλο...πλησιάζει πομπή.
Άνθρωποι σπάσαν δεσμά και σαν ποτάμι ξεχύνονται στον δρόμο.
Τώρα είναι πλατύς, κι όχι μακρύς.
Μια σταλιά αλλά χωράει το σύμπαν.
Τρέχω κι εγώ. Νιώθω στους ώμους φτερά. Τώρα πετάω.
Το σώμα υγιές δεν ζητάω. αρπάζω την ψυχή και γελάω,
γελάω, γελάω...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου