Η αναχώρηση για τη ξενιτιά και η υπόσχεση της επιστροφής... Γεώργιος Ελευθ. Καραγιάννης.

Πολλοί ζήσαμε την οδυνηρή στιγμή του χωρισμού από την πατρίδα, από τα αγαπημένα μας πρόσωπα και πράγματα. Όλοι γευτήκαμε τη στυφή και πικρή γεύση της αναμονής μέχρις ότου το τρένο, το πλοίο ή το αεροπλάνο μάς απομακρύνει από τον τόπο που δεθήκαμε.
Έντονη η λύπη, βαθύς ο ψυχικός πόνος κατά την ώρα του χωρισμού. Λύπη που ξεκινάει από τη συγκρατημένη θλίψη του πρόσκαιρου χωρισμού και μπορεί να φτάσει και μέχρι την οριστική απομάκρυνση, που όσοι την έζησαν ισοδυναμεί με θάνατο ζωντανό.
Την ώρα εκείνη, το μυαλό θαρρείς πως δεν ζει στο παρόν. Πότε γυρίζει βιαστικά κι ανασκαλίζει ένα παρελθόν γεμάτο ευτυχισμένες στιγμές και πότε ατενίζει το μέλλον με ανησυχία αλλά και με κάποια δόση ελπίδας, πως κάτι μπορεί να γίνει. Αλλά συμφωνεί, πως όταν επιτευχθούν οι βασικοί στόχοι και εξαλειφτούν τα αίτια της αποδημίας, η επιστροφή είναι βέβαιη.
Αλλά και μες στην ψυχή τότε εσύ νιώθεις ένα γιγάντιο κενό, ένα χάσμα που καταπίνει πρόσωπα και πράγματα. Οι κινήσεις γίνονται μηχανικές και αυτόματες: τα χέρια σφίγγονται, αγκαλιάζουν κι αγκαλιάζονται με νευρικότητα. Απανωτά τα στεγνά φιλιά. Τα άσπρα μαντίλια κομματιάζουν την όραση. Τα δάκρυα την θαμπώνουν, με τις τελευταίες λέξεις που δεν θα τις θυμηθεί κανείς πια. Και γύρω η βουβή παρουσία των αγαπητών προσώπων, που πνίγουν τους λυγμούς: οι γονείς, τα αδέλφια, η αγαπημένη. Αν μπορούσες θα τους έπαιρνες μαζί σου όλους! Μα πώς; Τόσα ερωτηματικά, σταλάζουν ένα–ένα μαζί με τα δάκρυα: θα τους ξαναδώ, λες; Θα τους ανταμώσω ξανά; Και πότε; Η αμφιβολία κυρίαρχη.
Κυρίως όμως, βλέπεις με αγωνία το πονεμένο πρόσωπο της Μάνας. Ω, αυτή, ειδικά, πρέπει να την ξαναδείς! Πρέπει!
Η μητέρα γίνεται η κεντρική, η δραματική μορφή κατά τη στιγμή του χωρισμού. Αυτή υλοποιεί και συμβολίζει τον βαθύ, μεγάλο πόνο, γίνεται η ηρωίδα του αποχαιρετισμού:
«-Σ’ αφήνω γεια, μανούλα μου, σ’ αφήνω γεια, μητέρα,
έχετε γεια, αδελφάκια μου και σεις ξαδερφοπούλες.
Θα φύγω, θα ξενιτευτώ, θα πάω μακριά στα ξένα.
Θα φύγω, μάνα, και θα ’ρθω, μα μην πολύ λυπάσαι».
Τη φυσική αδυναμία της μάνας, να τρέξει πίσω από το παιδί της, μάχεται μια μεγάλη δύναμη που πλημμυρίζει τη μητρική ψυχή: η δύναμη της προσευχής και της ευχής. Η συντρόφισσα ευχή της θα είναι κοντά στο σπλάχνο της, θα αντικαθιστά την ίδια, την τρυφερότητα, τα χάδια και τα φιλιά της:
«-Παιδί μου, φύγε στο καλό, κι όλοι οι άγιοι κοντά σου
και της μανούλας σου η ευχή να ’ναι για φυλαχτό σου
να μη σε πιάνει βάσκαμα και το κακό το μάτι.
Θυμήσου με, παιδάκι μου, κι εμέ και τα παιδιά μου,
μη σε πλανέψει η ξενιτιά κι εμάς μας λησμονήσεις.
-Κάλλιο, μανούλα μου γλυκιά, κάλλιο να σκάσω πρώτα,
παρά να μη σε θυμηθώ στα έρημα τα ξένα».
Τέλος, σφιχτά δεμένη με την ευχή της μάνας είναι και η «υπόσχεση» του παιδιού, ότι θα ξαναγυρίσει.
Αυτήν την υπόσχεση, μπορούμε να τη δούμε μέσα από ένα σημερινό, σε ελεύθερο στίχο, ποίημα, του Γιάννη Καραμίχου:
«Θα ξαναγυρίσω» η υπόσχεση.
Με όρκο και την ιερή δέσμευση του τάματος.
Δρασκέλισε το κατώφλι
με τη σβελτάδα ελαφιού,
με εισιτήριο τις μυρωδιές
της λεβάντας, του δυόσμου και του βασιλικού.
Το σπίτι έγειρε.
Τα λουλούδια βαρέθηκαν
να ανθίζουν.
Οι γλάστρες απότιστες,
λειψανοθήκες αρωμάτων
και τα λευκά μαλλιά της μάνας,
θλιβερό πορτρέτο στο παράθυρο,
μετρούν τα χρόνια της επιστροφής.
(Ποίημα με τον τίτλο «Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ», από το βιβλίο του
Γιάννη Καραμίχου, «Λοξές ματιές», Ποιήματα,
Θεσσαλονίκη, 2015, σελ. 15)
Μπορεί να μην εκφράζονται τα δάκρυα των πραγμάτων, που κουβαλάνε μνήμες, δεν πάει να πει, όμως, πως δεν δημιουργούν μια λίμνη πόνου στην καρδιά του ξενιτεμένου, ο οποίος για πολλούς και διαφόρους λόγους δεν μπορεί να επιστρέψει στην πατρική του εστία.
Και βέβαια, υπάρχει μια «υπόσχεση» επιστροφής, αλλά οι περισσότεροι σημερινοί ποιητές βλέπουν πιο ψύχραιμα και δικαιολογούν αυτήν την αθέτηση του λόγου.
Το τραύμα όμως, θα παραμένει πάντα ανοιχτό στον κάθε ξενιτεμένο. Όσα χρόνια και να περάσουν μέσα στη σκέψη του, μέσα στα όνειρά του θ’ ανοίγει η πόρτα του πατρικού του και θα μπαίνει -ειδικά όταν οι μέρες είναι εορταστικές- για να τον φιλοξενεί, να τον ζεσταίνει και να του κερνά κάθε φορά ένα ποτό από τις αναμνήσεις του, μέχρι να φτάσει στο τέλος της ζωής του, που θα κλείσουν οριστικά και θα σβήσουν όλα τα φώτα.

1 σχόλιο: