Βρεφοδόχος... ευθυμιος φαλτακας.

‘’Πάρε το κοριτσάκι μου, το αγγελικό μου σπλάχνο,
παρ’ το κι εμένα άσε με στη ζήση μου να λιώνω.
Να το ταΐσω δεν μπορώ, μονάχη έχω μείνει,
σκότωσαν τον πατέρα του προτού με στεφανώσει
και οι γονείς μου γύρισαν την πλάτη τους για πάντα.
Είπα πως θα κατάφερνα με όλους να τα βάλω,
να βρω μια τίμια δουλειά, τον κόσμο ν’ αγνοήσω,
σ’ ένα σπιτάκι φτωχικό να κρύβω τη ντροπή μου.
Μα η μικρή μου φαίνεται έχει βαριά αρρωστήσει,
ό,τι μπορούσα το έκανα μα δυστυχώς δεν φτάνει,
όσο κοντά μου την κρατώ φοβάμαι μην πεθάνει’’.
Σταυροκοπιέται κλαίγοντας, τα μάτια χαμηλώνει,
η ματωμένη της καρδιά νομίζει πως θα σπάσει.
‘’Να ζήσει Παναγίτσα μου κι εγώ ας τυραγνιέμαι,
δεν έφταιξε σε τίποτα, μη μου το τιμωρήσεις.
Είναι άρρωστο, για κοίτα το πώς έχει καταντήσει…’’
Στην βρεφοδόχο στέκεται και γύρω της κοιτάζει,
άλλο ένα βήμα κι ύστερα θ’ αφήσει το μωρό της.
Πιάνει την πόρτα, την τραβά, στα σώθηκα κοιτάζει.
Πόσο φριχτό κι απάνθρωπο της μοιάζει το δοχείο!
Μα πώς ν’ αφήσει το παιδί δε τούτο εδώ το μέρος;
Έσφιξε το μωράκι της στην μητρική αγκάλη,
σαν άνεμος ξεμάκρυνε από την βρεφοδόχο.
Θα πήγαινε για ζητιανιά, θα ζήταγε και πάλι,
τα μάτια της θα πούλαγε να σώσει το μικρό της.
Κι αν ήθελε ο Κύριος κοντά του να το πάρει,
καλύτερα να το ‘παιρνε μέσα απ’ την αγκαλιά της.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου