Κουράστηκα πια να μετρώ του κέρατου τον πόντο
γύρισα τη μεζούρα μου μετρώ την άλλη άκρη,
για μία στιγμούλα μοναχά μία μικρή στιγμούλα
συνήγορος του διάβολου να γίνω και να ψάξω.
Τι άραγε τον έκανε να βάλει την ουρά του
και αλληνής ανθόκηπο να πάει να ποτίσει;
κι ήταν γλυκά τα λέλουδα μέρες πολλές του πήρε.
Κλάδευε, πότιζ' έσκαφτε, και τελειωμό δεν είχε.
Γιατί το κάνεις διάολε τον ρώτησα με φούρκα;
έχεις δικά σου λέλουδα γιατί δεν τα ποτίζεις;
μόνο πηδάς το χάντακα αλλού ξενοσπορίζεις;
Η το 'χει η κούτρα φυσικό να κατεβάζει ψείρες
κι εγώ τζάμπα παιδεύομαι να βρω 'πο που το είδες;
Με κοίταξε με πονηριά και μου κλεισε το μάτι
είναι μου λέει φυσικό να βγαίνω στους μπαξέδες
τόσα λουλούδια γύρω μου πώς να μην τα μυρίσω.
Αν είναι έτσι διάολε να ανοίξουμε την πόρτα
να μπούνε μες στον κήπο μας άλλοι να τον ποτίσουν
μην μαραθούν τα λέλουδα και ξεραθεί το χώμα.
Αγρίεψε, κοκκίνησε, μου φώναξε με λύσσα
εμέ κανείς δεν βρέθηκε κέρατο να μου βάλει
φύγ' από μπρος μου γρήγορα ο διάολος μη σε πάρει...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου