Τι γάντια, τι σκουφί, κόκκινη η μύτη από την παγωνιά,
κρύο πολύ.Δυο ματάκια που κοίταγαν αχόρταγα τον χιονιά,
ήθελαν άπληστα να βάλουν το άσπρο το χιόνι στις χούφτες,
να παίζουν χιονοπόλεμο με τα άλλα παιδιά.
Τι χαμόγελα μέχρι την καρδιά αλλά το κρύο έτσουζε,
φώναζε η μαμά να ντυθεί καλά.
Τα δέντρα είχαν στολιστεί,
οι λίμνες είχαν παγώσει, το βουνό είχε κάτασπρο ζωγραφιστεί.
Μια μαγεία, ένας απόηχος από του χιονιά την σιωπή,
και οι πριγκίπισσες στα λευκά ντυμένες να χορεύουν
και να στολίζουν την πλάση ως το πρωί.
Μέσα τα κεφάλια το βράδυ, τζάκι και ζεστασιά, παραμύθια
με γεύση από παλιές εικόνες, κάστανα στην φωτιά.
Είχε ο βοριάς θεριέψει και η χόβολη πεινούσε πολύ,
μνήμες με την γιαγιά και το παππού στο τζάκι,
νοσταλγία με γεύση από ζωή.
Κάτι από όνειρο, κάτι από φιλί,
κάτι από μια αγκαλιά με ένα ποτήρι ζεστό κρασί.
Όπως έπεφτε σιγά σιγά μέσα στο στόμα, έφτανε μέχρι
τα σωθικά, ζάλιζε την ψυχή.
Παγωνιά και ζέστη, άνθρωπος στον άνθρωπο ανάγκη αφής.
Σφυρί και σίδερο, σάρκα και καρδιά, αγέρας και χιόνι,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου