Ήταν αυτό το κλάμα όταν πρωτοβγαίνει να δει το φως...
Ζεστό σαν φωτιά,
ξαφνικό σαν νεροποντή,
βοερό σαν τυφώνας και βροντή...
Σταθερό σαν τις ρίζες
από έναν υπεραιωνόβιο πλάτανο
που έχει χυθεί κατάχαμα να δει το άγουρο χάδι
του ήλιου να σαλεύει τη ψυχή.
Μωρό, παιδί, έφηβος...
Τα δέντρα να μεγαλώνουνε
να χαϊδεύουν τον ουρανό,
να ζητάνε από τις ηλιαχτίδες χάδια πολλά...
Και άρχισε μετά να σκιρτά η καρδιά.
Να δει άπλετο φως.
Είχε δικό της χτύπο,
δικό της ρυθμό.
Σε ένα γέλιο μπλέχτηκε,
το ζητούσε γη διψασμένη,
νερό και βλέμμα τρυφερό.
Και περίμενε, περίμενε καρτερικά,
και ας την χτύπαγαν ριπές του αγέρα,
ας έπεφταν τα φύλλα,
είχε ελπίδα να την δει να χαμογελά.
Σαν εκείνα τα χείλη που είχε δει ένα πρωί,
μέσα από το πρώτο χάδι του ήλιου,
κλαδιά υψωμένα την αγάπη να γευτεί.
"Ας καθήσει δίπλα μου,
ας χαμογελάσει πλατιά,
με θόρυβο και γκριμάτσες
μέσα από την καρδιά.
Ακόμα περιμένω να φανεί...
Να νιώσω το σκίρτημα,
να πω ότι έχω ζήσει τη ζωή".
Βρέφος η καρδιά,
παιδί που ζητάει τρυφερότητα και ζεστασιά.
" Έλα κάθησε δίπλα μου, φθινοπώριασε πια...
Θέλω στο κρύο του χειμώνα
Photo : Petros Nikolaides
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου