Εσείς θέλω να με φωνάζετε Ραλλούκα, όπως η συγχωρεμένη η μανούλα μου. Βέβαια όταν με σήκωσε ο Παπαγιώργης στα στιβαρά του χέρια λουσμένη όπως ήμουν ακόμη με τα νερά της κολυμπήθρας, είπε: «το όνομα αυτής Ραλλού», αλλά εγώ προτιμώ το Ραλλούκα.
Του Πασχάλη Κατσίκα
Ξέρω είναι ένα όνομα ασυνήθιστο για την υπόλοιπη Ελλάδα, μα κοινότοπο εδώ στο ορεινό εβρίτικο χωριό μου. Στην συμπρωτεύουσα που ζω πια, όλοι μπερδεύονται και με αποκαλούν Ρούλα, δεν τους διόρθωνα μέχρι πέρσι, τώρα το απαιτώ.
«Ραλλούκα έλα δω», ακόμη αντηχεί η φωνή της καμιά φορά στ’ αυτιά μου, όταν είμαι ολομόναχη στο σπίτι και δεν ακούγεται τίποτε άλλο από τους δείκτες του ρολογιού στον τοίχο της κουζίνας. Αυτή η ελάχιστη μετατροπή, αυτή η προσφώνηση με το υποκοριστικό ήταν και η μόνη ένδειξη τρυφερότητας που λάμβανα από εκείνη. Τι να έκανε κι αυτή η έρμη, μήπως γνώρισε η ίδια τρυφερότητα και αγάπη στη ζωή της; Όλη μέρα στη δουλειά, στα καπνοχώραφα, στο παστάλιασμα, ή στα μπαμπάκια στο τσάπισμα και το απόγευμα μόλις έπαιρνε να σουρουπώνει στο σπίτι, μαγείρεμα, ζύμωμα, σκούπισμα, πλύσιμο στο χέρι και σιδέρωμα μ’ εκείνο το παλιό, το μαντεμένιο, που γέμιζε πυρωμένα κάρβουνα από το τζάκι. Πού χρόνος για τρυφερότητα, για παιχνίδι, για ξεγνασιά. Μου έδινε την εντύπωση πως δεν υπήρξε ποτέ της παιδί.
Ορφανή από τα πέντε, ανέλαβε ως παραπαίδι να τη μεγαλώσει μια θεία του πατέρα της που είχε έναν σακάτη άντρα. Προφανώς έδειξε ενδιαφέρον, γιατί χρειαζόταν μια δούλα για να τον φροντίζει. Στα δεκαπέντε την ξεφορτώθηκε όπως όπως —μόλις εκείνος συγχωρέθηκε—, στον πρώτο που χτύπησε την πόρτα με μια ανθοδέσμη και ζήτησε το χέρι της. Κακότυχο το ριζικό της, η μόνη επαφή που είχε με τον πατέρα μου ήταν για να μπει στο βρακί της ή για να την κεράσει ένα ξυλοφόρτωμα όταν επέστρεφε τρικλίζοντας τα βράδια από το καφενείο.
Σαν πατέρας ήταν άφαντος από τις οικογενειακές φωτογραφίες. Τελικά, κάθε εμπόδιο σε καλό! Μας παράτησε όταν ήμουν δέκα χρονών και δεν τον ξαναείδαμε. Νεότατη, στα είκοσι πέντε, έμεινε ολομόναχη με ένα παιδί. Πάλεψε με νύχια και με δόντια να με αναστήσει. Εγώ που ήμουν πεισματάρα και δουλευταρού, καταλάβαινα τον αγώνα της κι έκανα ό,τι μπορούσα. Μετά το σχολείο έστεκα πάντα στο πλάι της, στη λάτρα του σπιτιού, στα χωράφια, ακόμη και στη νέα δουλειά που είχε βρει τα τελευταία χρόνια της ζωής της. Καθάριζε εξοχικά στο χωριό μας και στα διπλανά, για να έρθουν από τις πόλεις οι ιδιοκτήτες, να κάνουν διακοπές. Κουράστηκε η μανούλα μου δίχως στήριγμα, δίχως έναν κύρη να μεταμορφωθεί σε ιππότη και κολώνα του σπιτιού μας. Μόλις μπήκα στα δεκαεπτά, την βρήκε το κακό. Εκείνο το μαύρο, το ξορκισμένο, που ούτε το όνομά του δεν τολμούσαν να πουν τότε στο χωριό.
Τι να έκανε η δόλια, κοίταξε να με σώσει. Τον χειμώνα εκείνο που ήρθαν οι αστοί για διακοπές έγινε το προξενιό κι αμέσως με αρραβώνιασε μ’ έναν Σαλονικιό καπνέμπορα. Τον γνώριζε αρκετά χρόνια, αφού ήταν αυτός που αγόραζε τα καπνά μας. Σαράντα πέντε χρόνια με πέρναγε, χοίρος ο ίδιος αλλά καλοστεκούμενος, δίχως παιδιά, δέχτηκε αμέσως δεν θα του κακόπεφτα. Η μάνα πάλι σκέφτηκε πως ότι είχε και δεν είχε θα ήταν σύντομα δικά μου και μέχρι το καλοκαίρι γίνηκε κι ο γάμος. Ίσα που πρόλαβε να με δει στα λευκά, λες και κρατιόταν μόνο γι’ αυτό. Μας άφησε μια βδομάδα μετά. Ξεκουράστηκε η ψυχή της. Αλλά κι εγώ ίσα που πρόλαβα να φορέσω τα λευκά, χρωματιστά δεν ξαναέβαλα από την ημέρα της κηδείας της. Με πήρε ο κυρ-Παντελής και ήρθαμε στη Σαλονίκη, άλλος κόσμος αστικός. Οχλαγωγία στους δρόμους, μεγάλα μαγαζιά όλων των ειδών, αμάξια, τρένα, λεωφορεία. Άλλα ντυσίματα, όμως εγώ εκεί, στα μαύρα, πώς να έβγαζα τη θλίψη από πάνω μου.
Ο Παντελής όλη την ημέρα χαμένος, πότε στο εμπορικό, πότε εκτός πόλης να γυρνά στα χωριά για να κλείσει δουλειές με τους αγρότες, να προμηθευτεί τον καπνό. Πάντοτε όμως φεύγοντας έδινε την 11η εντολή: «Δεν θα βγεις από το σπίτι χωρίς εμένα, το πολύ μέχρι τον φούρνο ή τον μπακάλη, δεν έχεις να πας πουθενά ώσπου να γυρίσω» και φυσικά δεν τολμούσα να την παραβώ. Έτσι μεγάλωσα, πειθήνια σαν κουτάβι. Πού να πήγαινα μόνη μου άλλωστε, μήπως γνώριζα κανέναν; Ούτε να προσανατολιστώ ήξερα εδώ στη μεγαλούπολη, ήταν πιθανό να μην μπορούσα να επιστρέψω στο σπίτι αν απομακρυνόμουν. Όταν ήταν εδώ με έβγαζε έξω σπανίως, κι όποτε συνέβαινε αυτό, φεύγαμε από την αυλή με το αμάξι για να πάμε σε επαγγελματικό δείπνο ή στον χορό κάποιου συλλόγου εμπόρων. Ήμουν ένα τρόπαιο για κείνον, το γνώριζα, και με περιέφερε για επίδειξη μαζί του σε τέτοιου είδους συνεστιάσεις. Δεν είχα μεγάλες προσδοκίες, ούτε με πείραζε, μου έφτανε που ήταν ευγενικός μαζί μου και με άγγιζε σπάνια. Είχαν περάσει τα χρόνια του, δεν είχε συχνά τέτοιες ορέξεις. Ήμουν δούλα και κυρά ταυτόχρονα. Συμβιβαζόμουν.
Ώσπου είπε πως κουράστηκε να με βλέπει στα μαύρα. Μάλλον ήταν που πάτησε τα εβδομήντα κι άρχισε αυτός ο ανομολόγητος φόβος, που κρύβουμε μέσα μας όλο και πιο βαθειά όταν πλησιάζουμε στο μοιραίο. «Βγάλε βρε Ρούλα αυτά τα ρούχα, θα νομίζει ο κόσμος πως είσαι χήρα» έλεγε και ξανάλεγε. Μία μέρα ήρθε στο σπίτι με μια μοδίστρα και μια αγκαλιά χαρούμενα τόπια ύφασμα. Έδωσε εντολή να μου ράψει φουστάνια, σακάκια, μπλούζες και παλτό με χρώμα. Υποτάχθηκα για άλλη μια φορά —για κακή μου τύχη— στην ματαιοδοξία του αφέντη.
Με τόσο χρώμα πάνω μου ήταν σαν να βγήκε η χρυσαλίδα από το κουκούλι της. Στον πρώτο χορό που πήγαμε εκείνο τον χρόνο, Κυριακή των Αποκριών, άρχισαν να τον πλησιάζουν νεότεροι συνάδελφοι για να του προτείνουν συνεργασίες, δείχνοντας με κομπλιμέντα το ενδιαφέρον τους για τη σύζυγο.
Από τις επόμενες ημέρες που βάφτηκε ο πόνος μου και έδειχνα πιο ανέμελη, άρχισε το μαρτύριο. Με τόσο χρώμα πάνω μου ήταν σαν να βγήκε η χρυσαλίδα από το κουκούλι της. Στον πρώτο χορό που πήγαμε εκείνο τον χρόνο, Κυριακή των Αποκριών, άρχισαν να τον πλησιάζουν νεότεροι συνάδελφοι για να του προτείνουν συνεργασίες, δείχνοντας με κομπλιμέντα το ενδιαφέρον τους για τη σύζυγο. Από κει που ήμουν το πολυτιμότερο απόκτημά του, ένα κύπελλο πρωταθλήματος, μετατράπηκα άξαφνα σε μόνιμη απειλή της ψυχικής και νοητικής του ισορροπίας.
Άρχισε να τον τρώει η ζήλια τον Παντελή, «βάλε πιο ψηλό ντεκολτέ», «βάλε πιο μακριά φούστα» κι ας τα είχε παραγγείλει ο ίδιος στη μοδίστρα. «Ποιος σου μίλησε;», «Ποιος σε κοίταξε;», «Μην στέκεσαι στο παράθυρο να σε χαζεύουν οι περαστικοί!». Δεν με άφηνε να πάω πια ούτε στον φούρνο ή τον μανάβη. Τον πήραν χαμπάρι αυτοί και όλο τον κούρδιζαν. Μια μέρα γύρισε έξαλλος από τον χασάπη που του είπε, «γερομπισμπίκη, κόβει καλά η μασέλα, πού την ακονίζεις;». Δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα νεύρα του και ξέσπασε σε μένα, «Εσύ, εσύ πρέπει να δίνεις δικαιώματα. Δεν μπορεί, γιατί μου μιλούν με τόσο θράσος;»
Ανίκανος να αντιληφθεί το οξύμωρο της εικόνας, μια εικοσιπεντάχρονη να γυρνά αλαμπρατσέτα με έναν εβδομηντάχρονο, που θα μπορούσε να είναι παππούς της κι έχοντας συσσωρεύσει τόση πίκρα μέσα του έκανε την αρχή. Σ’ αυτό το πράγμα είναι να μην γίνει η αρχή κι όταν γίνει πρέπει να μπει φρένο εκείνη την πρώτη φορά. Έφαγα δύο χαστούκια που ήταν άτολμα και δεν με πλήγωσαν επιφανειακά, οπότε τα δέχθηκα αδιαμαρτύρητα, συνηθισμένη σε τέτοιες παραστάσεις που είχα από παιδί.
Τελικά είναι αλήθεια αυτό που λένε, πως όσο μεγαλώνουμε μοιάζουμε στους γονείς μας. Όλα μας τα κληροδοτούν κι αν δεν παλέψουμε οι ίδιοι να αλλάξουμε, να βελτιωθούμε, γινόμαστε ένα κι απαράλλαχτοι. Όσο πέρναγαν οι μήνες φούντωνε η ζήλια του Παντελή, πια με κλείδωνε μέσα στο σπίτι. Η μόνη επικοινωνία που είχα με τον έξω κόσμο ήταν το τηλέφωνο. Μεγάλη εφεύρεση! Στο χωριό είχαμε ένα και μοναδικό στο καφενείο, ενώ εδώ υπήρχε ένα σε κάθε σπίτι. Ευτυχώς, είχα γνωρίσει δύο συζύγους συναδέλφων του εμπόρων κι αντάλλασα από καμιά κουβέντα καθημερινά. Έτσι για να μην πιαστεί το στόμα μου από την αφωνία. Μην φανταστείτε πως έλεγα τον καημό μου, τίποτε προσωπικό, τα τυπικά: για τον καιρό ή για καμιά αναγγελία γάμων. Συνήθως η συζήτηση περιστρέφονταν γύρω από συνταγές μαγειρικής για να ικανοποιήσουμε τους πασάδες. Καταλαβαίναμε, νομίζω, πως βρισκόμασταν στην ίδια μοίρα, μα καμιά μας δεν τολμούσε ν’ ανοιχτεί.
Τα χρόνια κυλούσαν ύπουλα και γρήγορα, τα δυο πρώτα χαστούκια σαν ζευγάρωσαν με τα επόμενα δύο, πολλαπλασιάζονταν μέρα με την ημέρα. Το τοπίο συμπλήρωναν πια και βρισιές με ακατανόμαστες λέξεις, που δεν μου επιτρέπει η ευγένεια να αποκαλύψω. Ευτυχώς συναντιόμασταν όλο και πιο αραιά. Γύριζε στο σπίτι μόνο για φαγητό όταν βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη και τα βράδια κοιμόταν σ’ ένα διαμέρισμα στο κέντρο, κοντά στα γραφεία της εταιρείας. Τόσο είχε εξελιχθεί η αρρώστια του, που ήταν πιωμένος σχεδόν όλη τη μέρα και οι δουλειές του πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο. Μάλιστα κάποια από τις τηλεφωνικές μου φίλες σε μια στιγμή αδυναμίας-κουτσομπολιού, μου αποκάλυψε πως ο δικός της σχολιάζει διαρκώς τον Παντελή που τρώει την περιουσία του με νεαρές κοκότες.
Όπως όμως συνέβη και με την μανούλα μου, κάθε εμπόδιο σε καλό. Κανείς δεν μπορεί να επιβάλει στις μοίρες πώς θα γνέσουν το λινάρι μας. Μια Τετάρτη βράδυ χτύπησε η εξώπορτα και μου έφεραν τα μαντάτα. Ο Παντελής μας άφησε, ένα ξαφνικό εγκεφαλικό ήταν η αιτία της προσωρινής λύτρωσής μου. Τότε άρχισαν άλλα προβλήματα. Την υπερχρεωμένη επιχείρηση που πέρασε σε μένα, καθώς και όλη την περιουσία, ήταν αδύνατο να τις διαχειριστώ. Οι τράπεζες άρχισαν τις κατασχέσεις, μέχρι και από το πατρικό του με πέταξαν έξω. Βρέθηκα για άλλη μια φορά στον δρόμο. Συνηθισμένα τα βουνά στα χιόνια. Ζήτησα αρχικά βοήθεια από τις δύο μοναδικές μου «φίλες», οι οποίες περιχαρείς μου έδωσαν δουλειά ως καθαρίστρια στα σπίτια τους. Η εκπαίδευση από τα παιδικά μου χρόνια επιτέλους απέδιδε καρπούς. Η μία με σύστηνε στην άλλη για να δει την κατάντια μου και να ικανοποιήσει την περιέργειά της. Εγώ ξαναφόρεσα τα μαύρα, αφού ήταν τα μόνα που είχαν αφήσει ανέγγιχτα οι δανειστές. Ωστόσο, κατάφερνα να βγάζω ένα ικανοποιητικό μεροκάματο για να ζω αξιοπρεπώς, άλλωστε ήμουν άτεκνη, δίχως υποχρεώσεις.
Εκείνη τη χρονιά ήταν που γνώρισα τον πιο επιστήθιο φίλο μου. Ο Θάνος ήταν ό,τι καλύτερο συνέβη στη ζωή μου. Μαζί του έμαθα να γεύομαι και να απολαμβάνω τα μικρά. Να χαίρομαι τη μοναξιά, αλλά και τον έρωτα σε όλες του τις μορφές. Να συγχωρώ δίχως να μετανιώνω. Να εκτιμώ την ανατολή και τη δύση, το κελάηδημα του ερίθακου, το σπουργιτάκι που τσιμπολογά το σουσάμι από το κουλούρι μου στο πεζοδρόμιο. Έμαθα να στέκομαι στη βροχή δίχως ομπρέλα, να μουσκεύω ως το κόκαλο και να τσαλαβουτώ στις λακκούβες μαζί με τα αυτοκίνητα. Αποτύπωσα επιτέλους τη μυρωδιά του χώματος, μετά από μια ανοιξιάτικη βροχή, το άρωμα του χαμομηλιού και το θρόισμα της κίτρινης φλόγας των κεριών πριν την Ανάσταση.
Στα τριάντα δύο μου γεύτηκα για πρώτη φορά τη θάλασσα, την χάρηκα ήρεμη και θυμωμένη, περπατώντας συχνά από το λιμάνι ως το ντεπό. Ξάπλωσα στο Σέιχ Σου ανάμεσα στις τσουκνίδες και απόλαυσα την αστροφεγγιά. Χόρεψα γύρω από τα καταπράσινα πεύκα. Κύλισα σαν πέτρα από τον τοίχο του Γεντί Κουλέ στα στενά δρομάκια της Άνω Πόλης κι έφτασα ανέμελη ως τα Λαδάδικα.
Παντού με συνόδευε ο Θάνος, ήταν διαρκώς εκεί, πλάι μου υπομονετικός. Αν και είχε πολλά ραντεβού σε όλα τα νοσοκομεία της Θεσσαλονίκης, κατάφερνε να έρθει κάθε φορά στο Θεαγένειο, να μου κρατά το χέρι όσο δεχόμουν ξαπλωμένη τη χημειοθεραπεία. Εσείς τώρα, που με φωνάζετε πια Ραλλούκα, φροντίστε να γραφτεί σωστά το όνομα στο κουδούνι της εισόδου μου στην Αχερουσία λίμνη κι από κάτω μόνο μια λέξη, δίχως ημερομηνίες: ΕΖΗΣΕ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου