Χώθηκαν οι έρωτες μου σε ένα δωμάτιο, κάθισαν στασυροπόδι και συζήτησαν για τις στιγμές μας. Άλλοι με λάτρεψαν κι άλλοι με μίσησαν, για άλλους ήμουν η βασίλισσα και το όνειρο τους και άλλοι με αποκάλεσαν πουτάνα πίσω από τις κλειστές τους πόρτες και η μορφή μου στοιχειώνει ακόμη τους εφιάλτες τους. Για άλλους ήμουν άπιαστο όνειρο και για άλλους «εύκολη».
Κάποιοι με ξέρουν σαν την «συγκροτημένη» και κάποιοι σαν τη «διαχυτική», άλλη σαν την πόρνη που τους κατέστρεψε τη ζωή και άλλη σαν εκείνη τη μοναδική που ακόμη ψάχνουν στα πρόσωπα άλλον. Για καθέναν είμαι κάτι διαφορετικό, κάτι όμορφο ή κάτι το δυσάρεστο.
Άλλοι με βλέπουν στο δρόμο και χαμογελούν, κι άλλοι αλλάζουν πεζοδρόμιο μη συγκρουστούν στο διάβα τους με όσα τους στέρησα. Κάθισαν δίπλα-δίπλα κι άρχισαν τα κουτσομπολιά και εγώ καθόμουν στο παράθυρο με ένα ποτήρι φθηνό κρασί. Ξινό θα έλεγες πως είναι μα δε με πείραζε. Τσιγάρο στη γουλιά και γουλιά στο τσιγάρο έβγαλα το βράδυ δίχως να δακρύσω στιγμή.
Και ύστερα ήρθαν εκείνοι οι δύο, οι μοναδικοί δύο. Ο ένας ότι καλύτερο μου είχε συμβεί και ο άλλος διάολος που βασάνιζε ακόμη τη συνείδηση μου. «Μη γίνεις σαν και αυτόν» μου φώναζα στους εφιάλτες μου. Ποτήρι στο ποτήρι το κεφάλι μου έγινε ένα με το κρασί και πάνω στη γλυκιά μου τη θολούρα τους έπιασα τους δυο μου αγγέλους να γελάνε με εμένα.
«Ανόητη μικρή» έλεγε ο άλλος «πως τόλμησες να πιστέψεις ότι θα άντεχα την υπερβολή σου;»
Έπειτα έφυγαν μαζί γελώντας και έμεινα με τους λοιπούς να ψάχνω κάτι να θυμίζει εμένα.
Δε θα είσαι ποτέ αρκετή, για άλλους θα είσαι υπερβολική. Θα είναι κι εκείνοι που θα σε λένε πουτάνα κι άλλοι θα θέλουν η μάνα των παιδιών τους να σου μοιάζει. Σε άλλους θα κρύβεσαι στην αγκαλιά τους σα παιδί και σε άλλους θα σκίζεις τα ρούχα σου ανοίγοντας τα πόδια. Άμα κάπου σε βρεις, τυχερή θα είσαι. Σε καθέναν παράτησες ένα κομμάτι σου και τώρα έρχεσαι και μου το ψάχνεις. Ανόητη μικρή… Γύρνα πίσω σε όλους αυτούς και πες τους να στα φέρουν πίσω γιατί κρατώντας τις αναμνήσεις σου στα χέρια τους θαρρούν πως σε ξέρουν μα ξέρουν έναν τίτλο σου από τους πολλούς.
Ύστερα ήρθε εκείνος και με πήρε και φύγαμε. Ήξερα πως δεν ήταν αρκετός, άλλες φορές ήταν υπερβολικός. Κάποτε ήμουν λίγη για εκείνον και άλλες φορές δε μπορούσε να με κουλαντρίσει. Κάποτε κάναμε έρωτα και τα χέρια του πάνω μου ήταν απαλά και τρυφερά σα να άγγιζε κάτι εύθραυστο, κι άλλες με δίπλωνε στα σεντόνια σα να ήθελε να σιγουρευτεί πως μπορεί να με τσακίσει στα δύο.
Ήθελα να του πω πως είμαι ήδη χίλια κομμάτια και πως δε μπορούσε να είναι ακόμη άλλος ένας που θα με διέλυε. Μα με είχε ήδη θρυμματίσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου