Ήταν ο Αττίλας που άλωνε της Κύπρου το περβόλι,
μέρα Σαββάτου κι άρπαζεν της Κερυνείας την πόλη.
Ο γιος της κυρά Μαριγώς της Γιαννακού, ο Τάσος,
έπεφτε κάτωθεν νεκρός κει που ‘παιζεν, στο δάσος.
.
Ρεύει κατάρες η Μαργώ και το φιλά στο στόμα,
την ώρα που ‘σβηνε το φως κι ανάδινε το γιόμα.
Κάλυπτε το κορμάκι του με τα σκουτιά της θλίψης,
προσευχομένη κι έκραζε: «Παιδί μου, μη μου λείψεις».
.
Σαν το ‘δε ο Τούρκος ο φονιάς, αρχίνισε να κλαίγει!
Δεν του το χώραγεν ο νους, δεν ένοιωθε τι φταίγει.
Έστρεψε τ’ όπλο στην καρδιά, και πριν να καταλάβει…
Αγκαλιαστά κι αρχίνισεν η μάνα να τα θάβει,
.
να τα σταυρώνει, να εύχεται παράδεισο για κείνα,
κει που οι φασίστες φρόντισαν, σε Άγκυρα κι Αθήνα,
κει που τα σπρώξανε οι τρελοί του πόλεμου οι αυθέντες,
.
.
©Γιώργος Ν. Μανέτας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου