Μια λυπημένη άνοιξη... Κτενά Ρούλα.

Ξύπνησε αχάραγα,
Τα άστρα ήταν ακόμη ολόφωτα στον ουρανό
και η σελήνη φώτιζε το μικρό Χαγιάτι ,
καντήλι αναμμένο στην πονεμένη της ψυχή.
Τύλιξε γύρω της την μπέρτα ,αναριγώντας
στο παγωμένο φιλί του αέρα πού τρύπωσε
σαν τον κλέφτη χτυπώντας το τζάμι με πάταγο.
Το έκλεισε βιαστικά και κοίταξε με αγωνία στο κρεβάτι.
Τράβηξε την κουβέρτα ψηλά στους μικρούς ώμους
που φάνηκαν να μην ενοχλούνται από το κρύο
και τον θόρυβο και έτρεξε να ανάψει το τζάκι.
Ο χτεσινός χιονιάς,
έφερε στην πόρτα της ένα ορφανό ,
ένα πουλάκι λαβωμένο,
έναν μικρό Χριστό.
Πάνε χρόνια που δεν χτυπούσε κανείς την δική της πόρτα.
Αποτραβηγμένη οικειοθελώς από τον κόσμο,
είχε υψώσει τείχος αδιαπέραστο τέτοιο,
που και η ζωή σαν ψάχνει να μην την βρίσκει.
Ορφανή και η ίδια, είχε γνωρίσει από νωρίς το σκληρό
πρόσωπο τής ζωής μα την πάλεψε με νύχια
και με δόντια και την νίκησε.
Ναι,την νίκησε ,
αλλιώς πώς στέκει ακόμη ορθή με τόσα χρόνια
και τόσα βάσανα που κουβαλά στους ώμους;
Πολλά απέκτησε, πολλά έχασε στης ζωής τον πόλεμο ,
με την ζυγαριά να γέρνει πάντα στα χαμένα
Έναν πόλεμο που δεν περίμενε να ξαναζήσει,
νόμιζε ότι ξόφλησε πια τα χρεωστούμενα.
Η άνοιξη φτάνει μα τίποτα δεν το μαρτυρά!
Όλα μουντά και γκρίζα
και η νύχτα είχε απόψε την ησυχία του θανάτου.
Στον χιονισμένο φράχτη της αυλής στέκονται
μαύρα κοράκια ήσυχα και αυτά, χωρίς να κρώζουν.
..προμήνυμα ενός κακού του οποίου μύρια έπονται .. σκέφτηκε..
Άνοιξε την τηλεόραση μα οι εικόνες ήταν αποκαρδιωτικές.
Δεν άνοιξε την φωνή,δεν χρειαζόταν .
Ερείπια, βόμβες, άρματα, νεκροί
και ένα απέραντο κομβόι ανθρώπων,
που ψάχνουν τόπο να ακουμπήσουν την ψυχή τους.
Οι παρανοϊκοί παίζουν παιχνίδια πολέμου
αδιαφορώντας πλήρως για τις συνέπειες,
για τις απώλειες,για τον πόνο και την δυστυχία.
Τα μάτια των παιδιών γεμάτα τρόμο και απορία
την κοιτούν από την οθόνη γυρεύοντας
απαντήσεις που δεν είναι σε θέση να δώσει.
Θεέ μου βοήθα ψελλίζει , δώσε φώτιση
στον κόσμο,μην αφήνεις τα παιδιά σου να χαθούν!
Στην πίσω αυλή,ένα μικρό κοιμητήρι φιλοξενεί
τίς δικές της απώλειες που την συντροφεύουν στωικά,
ώσπου να γίνει και η ίδια μια απώλεια.
Ήταν το μόνο που πρόσμενε πια..
Μα τώρα κάτι άλλαξε,
Τώρα έχει να δώσει ακόμη έναν πόλεμο,
κάποιος την χρειάζεται.
_Κυρία!
..Η παιδική φωνή την έκανε να σβήσει
βιαστικά την τηλεόραση..
Γίνεται πόλεμος κυρία;
_Μην φοβάσαι μικρέ μου!
Τον αγκάλιασε τρυφερά και άρχισε
να του ψυθιρίζει ένα τραγούδι για την άνοιξη.
Έκλαιγαν και οι δυό,
ήταν ένα τραγούδι για μια λυπημένη άνοιξη....
Μιά λυπημένη άνοιξη ( στίχοι Ελένη Λουκά)
Με σκυθρωπό το βλέμμα σου
πήρες δειλά το δρόμο σου
άφησες πίσω μια καρδιά
που συνεχίζει να πονά
Κράτα φυλακτό για το ταξίδι
σκέψη να έχεις συντροφιά
πως δεν ξέχασαν τα χείλη
τα στερνά σου τα φιλιά
Μια λυπημένη άνοιξη
μου κράτησες για έκπληξη
κι αυτός ο γκρίζος ουρανός
συμπαραστέκεται βουβός
Κτενά Ρούλα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου