Η Ομορφιά της Αθωότητος.Η δική σου ομορφιά,η δική μου,η δική μας.Όλων μας η ομορφιά στα χρόνια αυτά,τα χρόνια τα παλιά.Τα χρόνια που αφήναμε τις πόρτες ανοιχτές,γιατί τότε δεν φοβόμασταν.Δεν είχαμε τίποτα να μας κλέψουν νομίζεις?Είχαμε.Και μάλιστα το πιο σημαντικό.Την Αγάπη μας!
Μια αγάπη άδολη,ανέγγιχτη,αθώα.Μια αγάπη δίχως τάμπλετς, ακριβά κινητά και διαφόρων ειδών ηλεκτρονικά τερτύπια.Τότε η αγάπη δεν ήθελε ανταλλάγματα,δεν ήθελε χρήματα. Κοιμόμασταν κάτω στο πάτωμα όλοι μαζί,γιατί οι περισσότερες οικογένειες είχαν πέντε και έξι παιδιά.Δεν χωράγαμε στα σπίτια μας,αλλά και σπίτια δεν είχαμε πολλές φορές.
Μία κάμαρη όλη κι όλη και εκεί η οικογένεια έτρωγε, κοιμόταν,έπαιζαν τα παιδιά.Μια κάμαρη και η κουζίνα.Το μπάνιο έξω τις περισσότερες φορές.Έπρεπε να βγεις στην αυλή για να κάνεις την ανάγκη σου.Και άμα έκανε κρύο,άμα
έβρεχε η ακόμα και όταν χιόνιζε το σκεφτόσουνα καλά για να πας.Για να βγεις στην αυλή...
Στην αυλή με τις γλάστρες από γαρυφαλλιές,τριανταφυλλιές και ορτανσίες.Τα παρτέρια μοσχοβολούσαν νύχτα μέρα γιατί ήταν γεμάτα πανσέδες,κρινάκια και νυχτολούλουδα που το άρωμα τους κατέκλυζε τις φτωχικές αυλές.Φτωχικές αλλά πεντακάθαρες.
Ασβεστωμένες πάντα και καλά περιποιημένες.Νοικοκυρεμένες οι αυλές των σπιτιών,όπως και οι κυράδες τους.Και πιο δίπλα εκεί, επάνω στο μεγάλο στρογγυλό περβάζι δίπλα στην βρύση της αυλής ένας δυόσμος.Ένας δυόσμος που μέχρι σήμερα μυρίζει στις αναμνήσεις μας και ομορφαίνει ο κόσμος.
Κάθε απόγευμα ο παππούς έκοβε και ένα κλωναράκι και τόβαζε κάτω από την μύτη.Η γιαγιά και αυτή το ίδιο με τον βασιλικό.Όπως και ο κάθε περαστικός,απ' τον βασιλικό μας έκοβε ένα κλωναράκι και το έβαζε κάτω από την μύτη του για να το μυρίζει.Όλα τα αδέρφια και ξαδέρφια γύρω γύρω κατάχαμα στην αυλή καθισμένα,να κοιτάμε την γιαγιά να κόβει πεπόνι.Και άλλη πάλι φορά να τρώμε τα καλοκαίρια καρπούζι κρύο με ψωμί και τυρί.Καρπούζι με τυρί! Πως η δροσιά του ήρθε στα χείλη μου επάνω τώρα...
Ο παππούς σκαλίζει την πίπα του.Οι μανάδες μαγειρεύουν το καθημερινό τσουκάλι,γιατί δεν νοείται μέρα με τσουκάλι άδειο να μην φάνε τα παιδιά.Ας είναι και πρασόρυζο η λαχανόρυζο,αλλά θα είναι γεμάτο πάντα.Η θεία παραδίπλα να "σπάει" τα δάχτυλα τηςκάνοντας αυτόν τον εκκωφαντικό περίεργο ήχο και εγώ να ανατριχιάζω.Η γιαγιά έχοντας σταυρωμένα τα δάχτυλα να κάνει με τα δύο μεγάλα της δάχτυλα των χεριών της κυκλικές κινήσεις το ένα πάνω από το άλλο και αντίστροφα.
Οι οικογενειακές μαζώξεις δίνανε και παίρνανε.Κάθε γιορτή και σχόλη στο σπίτι της γιαγιάς και του παππού όλη η οικογένεια και
οι λοιποί συγγενείς.Επάνω στον ασημένιο δίσκο το κέρασμα από γλυκό κυδώνι,η γλυκό του κουταλιού βύσσινο μαζί με τυρόπιττα φουσκωτή του ταψιού και χειροποίητο γλυκό λικέρ από τις δικές τους συνταγές που είχαν στο ντουλάπι του μυαλού.Και εκείνο το φαί,πως μυρίζει ακόμα μέχρι σήμερα εδώ εκείνο το ψητό αρνάκι φούρνου που ερχότανε σε δίσκο μέσα από τον διπλανό φούρνο της γειτονιάς!
<<Να πας να φέρεις το φαί και να πάρεις και δυό καρβέλια ψωμί, μαύρο χωριάτικο.Και μην το μαγαρίσεις το μισό στον δρόμο!>>
<<Εντάξει ρε μάνα,εντάξει.Μην φωνάζεις,σ' ακούω...>>
Φώναζε ρε μάνα,φώναζε όσο θες να σε ακούσω πάλι.Φώναζε, μπήξε τις φωνές να φτάσουνε μέχρι εδώ.Δεν σε ακούω μάνα,πιο δυνατά.Δεν σας ακούω πια,κανέναν.Ούτε τον μπαμπά,ούτε τον παππού,ούτε την γιαγιά.Και η θεία,πολλά βράδια έρχεται στο όνειρο μου.Μόνον εκεί όμως.Να,προχτές τσακωθήκαμε πάλι.Της έβαλα τις φωνές.Κανέναν άλλον δεν ακούω.Φύγατε.Φύγατε όλοι και έμεινα μόνος.Δεν είναι όμορφος ο κόσμος,είναι άδειος χωρίς εσάς.
Και έφερα το φαί.Έφερα και ψωμί,από το οποίο είχα κόψει την μια άκρη την γωνία και έτρωγα στον δρόμο.Γιατί ήταν ζεστό.Το ψωμί αυτό,ήταν πολύ ζεστό.Θεέ μου,πόσο ζεστό ήταν το ψωμί αυτό! Και καθόταν όλη η οικογένεια στο τραπέζι.Τότε καθόμασταν όλοι μαζί να φάμε.Και υπήρχε και οικογένεια ακόμη,κάτι που τότε εμείς οι μικροί κοροϊδεύαμε και χλευάζαμε.Που να ξέραμε...
ΤΑΚΗΣ ΚΤΕΝΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου