Άλλο ένα καλοκαίρι μάς αποχαιρετά,
και μεις ξανά σ’ ένα κατάρτι ν’ αγναντεύουμε τις μέρες.
Ακουμπάμε στην κουπαστή της θάλασσας,
τα κύματα μάς παίρνουν μαζί τους.
Ξέφτια της ζωής μας στ’ ανεμοδαρμένα βράχια,
πώς να θρηνήσουμε όταν το πέλαγος λυσσομανά;
Έφυγαν τα μαυροπούλια αμίλητα,
πόση αγάπη να χωρέσει η θλίψη;
Τα καράβια μας σταματούν στη μέση του πελάγους,
τα ταξίδια μας μετέωρα,
ένα χρέος απλήρωτο μάς γεμίζει αγωνία.
Ξεχάσαμε να ρίξουμε σταυρολούλουδα στις μέρες,
δε βάλαμε λαδάκι στο καντηλάκι της θάλασσας.
Αφήσαμε άκλαυτα τα πρόσωπά μας στους ανέμους,
δε σκύψαμε ν’ ανασύρουμε τα πληγωμένα πουλιά
απ’ το πηγάδι του ωκεανού.
Χωρίς πρόσωπο βαδίσαμε στον θάνατο,
κουρσέψαμε, σκληροί, τη ζωή μας.
Χάθηκε ο λυγμός μας στον κάμπο
με τα χλωμά στάχυα,
δε λατρέψαμε το σώμα
το κεκοιμημένο του μακρινού φθινόπωρου.
Η θυσία των αγέννητων αγγέλων
στάλαξε δάκρυ στο παραθύρι μας
και μεις δεν ασπαστήκαμε τους νεκρούς
στο σημείο όπου τους χτύπησε η σφαίρα.
Πόσο πόνο να χωρέσει η ψυχή μας;
Πόσο χρέος θα μας τυραννά;
Γυρίζουμε ξανά και ξανά στις λεύκες
όπου άφησαν τα πουκάμισά τους οι μέρες μας.
Το παράπονο ακούγεται σαν μοιρολόγι,
τ’ αφρισμένα κύματα δεν ημερεύουν.
Ιωάννα Αθανασιάδου
ποίημα απ' το βιβλίο ΑΓΡΥΠΝΕΣ ΣΙΩΠΕΣ, εκδόσεις Βεργίνα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου