Σκότος απλώθηκε
δρόμοι αδειανοί στο κόκκινο των φάρων
λαμπυρίζουν
χοίροι επί σφαγή περιφρουρούν την ευταξία
την κώμη έκαμες πλεξούδες
το συρματόπλεγμα του τρόμου
μην την αναμαλλιάσει
το βλέμμα διαπέρασε τη χαραμάδα
της μοναξιάς
μαύρο βελούδο έπεφτε
ολονυχτίς
το’στρωσε επαρκώς
τι ματαιότητα
η πολυτέλεια δε δίνει λάμψη
στους σκουριασμένους σκελετούς
κλουβιά επιχρυσωμένα
τριγύρω
ξενώνες απαρηγόρητα φιλόξενοι
μπαντάρισμα ανυπακοής
της αλαλιάς επίρραμα
μια σκούπα πήρες
γυμνή
πάνω στα μνήματα τα δάκρυα να μαζέψεις
τη νύχτα νότισαν
μάγγωσαν τα γρανάζια της αυγής
η φέξη καθυστέρησε
παίδες εκλιπαρούν
τα άνθη να μυρίσουν
της αυγής
τα όνειρά τους πετροβόλησαν
το γέλιο τρέχει στα ραπισμένα γόνατα
η αχνισμένη τους ψυχή ροδόνερο
μοσχοβολά
μια δέσμη ανεμώνες κατρακύλησε
τα πέταλα ξεχύνονται
αγωνιάς
τις όμορφες πλεξούδες σου
ν’αγγίξουν
τον κόμπο ν’απαλύνουν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου