Τώρα που η νύχτα έγινε αφόρητη,
γιατί καρφώνει τις σκιές του
πάνω στην άμμο της ακρογιαλιάς,
και τα νυχτοπούλια θρηνούν
γύρω γύρω από μια πυρκαγιά.
Τώρα που αλόγιστα τα κύματα
λαμποκοπούν σαν ασημένια σπαθιά
και των φώτων η μαρμαρυγή
κουρδίζει έωλα σύννεφα.
Τώρα που η αυλή μου γέμισε·
λιόδεντρα, κληματαριές,
μαργαρίτες και γαρύφαλλα,
πολύχρωμες μαρτυρίες σου.
Τώρα που η απουσία
των δυο πράσινων κογχυλιών
φλογισμένος κισσός,
βρόγχος έρωτα μέχρι θανάτου,
τυλίχτηκε στον λαιμό μου.
Τώρα γνώρισα ξανθολυγερή
τι αγάπησα πιότερο
κι απ’ τη ζωή μου:
Τα φαντάσματα που έβγαιναν απ’ το πέλαγος
και συ κοιμόσουν αμέριμνη στην αμμουδιά.
Τ’ αστέρια του Καλοκαιριού
που ταξίδευαν μες στα μάτια σου
σαν τ’ αποδημητικά πουλιά.
Το ροζ χαρτομάντιλο
που ο άνεμος το πήρε απ’ τα χέρια σου
και το έκανε πεταλούδα.
Το δέος που ένιωσα λαβωμένος
καθώς μου έκλεβες το μυαλό,
μου έκαιγες την καρδιά
και περιδινούσες την ψυχή μου πέρα δώθε,
σαν τα κίτρινα φύλλα του Φθινοπώρου
ΜΑΝΏΛΗΣ Α. ΚΑΤΣΟΎΛΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου