Χρύσα Θυμιοπούλου... "Γυμνό έγκλημα".

 Μυθιστόρημα σε εξέλιξη.. (Αποσπάσματα)

Ο Κωνσταντίνος δεν πρόλαβε να κάνει καμιά σκέψη διαβάζοντας το γράμμα που του σημάδεψε την καρδιά, παρά μόνο ένα ακάλεστο δάκρυ κύλησε από τα μικρά καστανά μάτια του και το σκούπισε γρήγορα, γρήγορα, μην τυχόν τον έβλεπε ο Γιώργης ο χασικλής, που κοντοζύγωνε καθώς άκουγε το βήμα του να πλησιάζει προς το κελί και του έβαζε τις φωνές με λόγια παχιά και υβριστικά, λέγοντάς του, ότι οι άντρες δεν κλαίνε και ένα σωρό άλλα μπλα, μπλα..

Όχι, δεν είχε καμία όρεξη να ακούσει κανέναν, αλλά ήθελε, δεν ήθελε έπρεπε να υποκριθεί, μιας και ο συγκρατούμενός του, γύρισε με νεύρα από τον προαυλισμό του.
-Γιώργης:Τι έγινε μικρέ, δεν καταδέχεσαι να μας κάνεις παρέα στον προαυλισμό; έτσι και δεν είσαι μαζί μας το απόγευμα, σε βλέπω δεμένο με τα σεντόνια πάνω στο κρεβάτι και να γίνεσαι φιλέτο κοτόπουλο σως μαδέρα, μέχρι τελικής πτώσεως στους αρουραίους, καπίτο;
-Κωνσταντίνος:Καπίτο.
-Γιώργης:Σωστός, βλέπω ότι μαθαίνεις γρήγορα και έτσι θα τα πάμε καλά, σάλτα τώρα στο οροφοδιαμέρισμα από πάνω να ρίξουμε κανα ροχαλητό για μεσημέρι, γιατί το απόγευμα έχεις φασίνα σε όλη την πτέρυγα, θαρρώ ότι σε ενημέρωσε ο θαλαμοφύλακας. (Απευθυνόμενος προς τον θαλαμοφύλακα).
<<Κύριε, ψιτ, εσείς με τη στολή στο γραφείο, θύμισε μου λίγο το ονοματάκι σου>>.
-Θαλαμοφύλακας:Λίγος σεβασμός δεν βλάπτει Γιώργη. Ρίχτο σ' ακούω.
-Γιώργης:Έχω στο πρόγραμμα να κάνω φασίνα σήμερα αν θυμάμαι καλά ισχύει, ή μήπως πρέπει να ανέβει πάλι όλο το τάγμα της χωροφυλακής επάνω, καθώς ο Γιώργης είναι παλιός και κουρασμένος..
-Θαλαμοφύλακας:Μισό να δω το καρνέ με τις δουλειές σας.
Όχι, σήμερα κάθεσαι, ο νέος θα γυαλίσει τον διάδρομο της πτέρυγας και τα κελιά, να του δείξεις τα κατατόπια, εσύ μην μου αγχώνεσαι για τέτοια ψιλοπράγματα, ξεκουράσου.
-Γιώργης:Τα άκουσες νεαρέ; Για να μη λες ότι τα λέω εγώ, εντολάς άνωθεν. Αυτό θα γίνεται τρεις φορές την εβδομάδα, γιατί όπως άκουσες εγώ σήμερα ξεκουράζομαι είπε και να μην με απασχολούν τέτοιου είδους μερεμέτια.
Ο Κωνσταντίνος ανεβαίνοντας στο επάνω κρεβάτι ψέλλισε ένα, <<ναι τ' άκουσα>>.
-Γιώργης:Ρε θαλαμοφύλακα τι συμβαίνει με δαύτον, τόσα χρόνια στη στενή, ναι ψωμοτύρι και υπακοή πρώτη φορά τη βλέπω και τα ακούω, ή εγώ είμαι μεγάλο αλάνι ή αυτός είναι μεγάλο θύμα από κούνια.
Τέλος πάντων η δουλειά μου να γίνεται χωρίς ταραχές και συγκρούσεις και αφού επιλέγει το ναι, ναι, χαλάω εγώ χατήρια.
<<Μεσολάβησε τίποτα όσο έλειπα, περίεργα οσφραίνομαι τα πράγματα>>.
-Θαλαμοφύλακας:Εγώ σχόλασα, ότι απορίες έχεις ρώτα τον μικρό, παραδίδω βάρδια τώρα.
Ο Κωνσταντίνος δίχως να χάνει λεπτό, γυρνάει και λέει στον συγκρατούμενό του, ότι, "τα χθεσινά σκηνικά που έζησε μέσα στη φυλακή και ότι όσα ο ίδιος του είπε, τον έκαναν δίχως δεύτερη σκέψη να καταλάβει, ότι αν πάει κόντρα σε όλους και σε όλα, η ζωή του θα ήταν άλλο ένα μαρτύριο, χειρότερο από αυτό που έζησε με το που άνοιξε τα μάτια του, στον ήλιο της ζωής".
-Γιώργης:Επιτέλους υπάρχουν και νέοι με μυαλό, αλλά εμένα δεν μου το βγάζεις από το ξερό μου το κεφάλι, ότι κάτι άλλο συμβαίνει. Μικρέ έχω τόση πείρα στη ζωή μου εντός και εκτός φυλακής που μπορεί το γλωσσίδιο σου να σπικάρει "άλλα λόγια να αγαπιόμαστε" αυτή τη στιγμή και τα μάτια σου να λένε άλλα, αλλά τέλος πάντων, επειδή νυστάζω, ίσως, κάπου, κάπως, κάποτε να μου τα ξεράσεις όλα, να ξέρεις ότι εγώ δεν ξεχνάω ποτέ, εις το επανιδείν λοιπόν.
Α, και που 'σαι, έχε στον νου σου, σε μιάμιση ώρα να με ξυπνήσεις, για να σου δείξω τα κατατόπια, όπως είπε και ο θαλαμοφύλακας, για τη φασίνα, οπότε όπως καταλαβαίνεις ή θα ξυπνήσεις πολύ νωρίτερα ή δεν θα κοιμηθείς και δεν θέλω ξυπνητήρια, μου τρελαίνουν τα μηλίγγια. Γιατί έτσι και μας πάρει ο ύπνος, καταλαβαίνεις...
-Κωνσταντίνος:Το μάτι μου θα είναι άγρυπνος φρουρός. Καλή ξεκούραση κύριε Γιώργη, σε μιάμιση ώρα θα σας ξυπνήσω.
-Γιώργης:Πουτάνα υπακοή λες και είμαι αρχιτσατσά και νταβατζής, πρώτη φορά βλέπω, καλώς, άντε όνειρα γλυκά μου και σκανδαλισμένα, μήπως και πηδήξω για την ώρα στο όνειρο μου, την μορφονιά που πέρασε να δει τον αγαπητικό της σήμερα στο επισκεπτήριο, ένα μουνί κάτσε καλά σου λέω, περνάει καλά όταν βγαίνει με άδεια ο τύπος, που θα μου πάει δεν θα τύχει να πάρουμε άδεια και οι δύο μαζί, θα το κάνω εγώ να τύχει, ούτε που θα καταλάβει για πότε το θηλυκό μελανούρι θα το σκίσω στη γωνία.
Και κάπως έτσι με την πικάντικη και αισχρή πολυλογία προ ύπνου του Γιώργη, πέρασε το μεσημέρι και ούτε ο ίδιος κατάλαβε, ότι τελικά ούτε όνειρο είδε, ούτε πήδηξε, μα το κυριότερο κοιμήθηκε μόνο μισή ώρα και για κακή μου τύχη ξύπνησε μέσα στα νεύρα και στην σμπαρίλα.
-Γιώργης:Τι με κοιτάς έτσι, εσύ φταις που δεν κοιμήθηκα και δεν έχω χορτάσει ύπνο. Ναι εσύ φταις που δείχνεις ένας άνθρωπος γεμάτος καλοσύνη, κατανόηση και με άφηνες να μιλάω, να φλυαρώ και έχασα μία ώρα παραπάνω από τον ύπνο μου, αυτό το μισάωρο με σκότωσε.
Και άρχισε να χτυπάει τα κάγκελα της φυλακής και να ξεχαρβαλώνει τα στρώματα των κρεβατιών, αρπάζοντας με δυνατά από το μπράτσο και πηγαίνοντας με σχεδόν σέρνοντας στις τουαλέτες, για να μου δείξει πού είναι η σφουγγαρίστρα και τα υπόλοιπα συμπράγκαλα, ώστε να αρχίσω τη φασίνα. Και απ' τα νεύρα που είχε που δεν χόρτασε ύπνο, άνοιξε τέρμα όλες τις βρύσες από τις ντουζιέρες, μέχρι να φτάσουν τα νερά στα πρώτα κελιά και στον διάδρομο της πτέρυγας, εξαγριώνοντας έτσι και τους υπόλοιπους φυλακόβιους, με αποτέλεσμα να γίνει ο κακός χαμός και να μαζευτούν θαλαμοφύλακες και αστυνομικοί.
-Προϊστάμενος βάρδιας:Δεν θα ρωτήσω ποιος φταίει για το όλο θέμα, περιμένω αυτός που είναι υπεύθυνος για ότι έγινε, να ανοίξει το στόμα του και να ομολογήσει μόνος του, τα νερά έχουν φτάσει μέχρι και μέσα στα γραφεία και εκεί υπάρχουν έγγραφα στα τελευταία συρτάρια σοβαρά έγγραφα της υπηρεσίας, λοιπόν περιμένω να ακούσω ποιος το έκανε.
Και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, ένιωσα πέντε τουλάχιστον παγωμένα ζευγάρια μάτια, να με κοιτούν με απάθεια και μίσος, λέγοντάς μου με αυτό το βλέμμα τους, να το πάρω πάνω μου.
Δεν πρόλαβα να βγάλω άχνα και αμέσως ακούστηκε η τραχιά φωνή του Γιώργη του χασικλή, λέγοντας μπροστά σε όλους:
-Γιώργης:Το ξεπεταρούδι που φέρατε χθες, δεν αντέχει φαίνεται στην ιδέα ότι τα υπόλοιπα χρονάκια, θα τα μετράει μέρα τη μέρα εδώ μέσα και τον έπιασε αμόκ κύριε θαλαμοφύλακα και κύριε αστυνόμε μου και άρχισε να κάνει σαν τρελό, εμείς προσπαθήσαμε να τον σταματήσουμε, αλλά δεν μας άκουγε και εσείς ξέρετε καλύτερα ότι πρέπει να αρχίσει να παίρνει κάποια χαπάκια για να έχουμε και εμείς την ηρεμία μας και αυτός τη ζωή του.
-Προϊστάμενος βάρδιας:Δελικόγλου, λέει αλήθεια;
Για να το λέει βέβαια ο Γιώργης ο χασικλής και οι άλλοι να μη μιλάνε, προφανώς λέει αλήθεια.
-Γιώργης:Δελικόγλου; Ωραίο επίθετο καλλιτεχνικό, θαρρώ γνωστό μου φαίνεται, αλλά δεν θυμάμαι από που.
-Προϊστάμενος βάρδιας:Γνωστός ζωγράφος τα τελευταία δύο χρόνια στην Αθήνα και δη στον κοσμόγυρο της Κηφισιάς.
(Στρεφόμενος προς τον Κωνσταντίνο).
Τι βλέπω νεαρέ, ότι ακόμη δεν έχεις συστηθεί στην αφρόκρεμα των φυλακών; Κακώς, οι συγκρατούμενοί σου είναι αξιοσέβαστοι.
Να ξέρεις ότι υπάρχουν πολλοί εδώ μέσα από δαύτους που εκτιμούν τις τέχνες.
Και επειδή σαν πιο παλιοί που είναι τους πιστεύω για αυτό που έγινε προ ολίγου, οπότε θα καθαρίσεις όλη την πτέρυγα, τα κελιά και τα γραφεία μας με τη φασίνα, προς συμμόρφωση για να μην να ξαναεπαναληφθεί κάτι παρόμοιο, ούτε τίποτα άλλο, θα καθαρίσεις και την κάτω πτέρυγα και ότι ώρα σε πάρει..
Μπρος όλοι στην κελιά σας τώρα, προαυλισμό το απόγευμα δεν έχει, τιμωρία προς παραδειγματισμό, μπρος είπα, μέσα.
Και άρχισαν όλοι οι αστυνομικοί και οι φύλακες να βγάζουν τα γκλοπ.
Ξαφνικά ότι χυδαίο σε φρασεολογία υπήρχε που δεν είχα ξανακούσει ποτέ στη ζωή μου, το άκουσα μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, από τους συγκρατουμένους μου και όλοι τους με κοιτούσαν με ένα βλέμμα πολλά υποσχόμενο, παρ' όλο που δεν έφταιγα πουθενά και για τίποτα, απλά κάποιος πρέπει να την πληρώνει και από ότι φαίνεται όχι οι παλιοί, κάτι το οποίο και οι ίδιοι οι αστυνομικοί και οι θαλαμοφύλακες το γνωρίζουνε χρόνια τώρα πολύ καλά αυτό, απλά κάνουν τα στραβά μάτια για να αποφεύγονται τα χειρότερα.
Τίποτα όμως πια δεν με φόβιζε και τίποτα δεν θα μπορούσε να κομματιάσει την καρδιά μου πιότερο, από αυτό που την κατακρεούργησε το μεσημέρι, διαβάζοντας το γράμμα της Αριάδνης..
Η ώρα είχε πάει πλέον δύο τα μεσάνυχτα και εκεί που σφουγγάρισα και το τελευταίο κελί της κάτω πτέρυγας, ξαφνικά άκουσα φωνές ότι: <<εδώ είναι βρώμικα, εδώ δεν τα μάζεψες, εκεί έχει γόπες και αποτσίγαρα χυμένα στους διαδρόμους>> και ξαφνικά οι συγκρατούμενοί μου μερικοί από αυτούς, άρχισαν να λερώνουν επίτηδες τα κελιά τους και τον διάδρομο κοντά στο γράφειο του θαλαμοφύλακα που τον είχε πάρει ο ύπνος, πετώντας πράγματα, λέγοντάς μου, <<ότι επειδή δεν φρόντισα να κοιμηθεί ο Γιώργης ο χασικλής μιάμιση ώρα το μεσημέρι και τον νευρίασα, έπρεπε να ξανά καθαρίσω τα πάντα, ώστε να μην καταλάβουν τίποτα οι αστυνομικοί το πρωί που θα αναλάμβαναν την πρωινή βάρδια και ότι εάν συνεχίσω με το ίδιο βιολί, (δηλαδή να μην είμαι τόσο υπάκουος, σε σημείο που να υποδηλώνει στα μάτια και στην αντίληψη τους ειρωνεία, κάτι το οποίο λίγες ώρες πριν που είχα εισέλθει στον κόσμο των φυλακών, δεν ίσχυε από μεριάς μου) κι ότι τα καψόνια μου θα γίνουν πιο σκληρά και πιο οδυνηρά μέσα στη φυλακή σε μορφή σκληρών μαρτυρίων και βασάνων κι όλα αυτά, για κάτι που δεν έφταιξα.
Τελικά ποιος φταίει για την κοινωνία γενικότερα και ενδότερα; Δύο διαφορετικοί κόσμοι, δύο διαφορετικοί νόμοι, που πολλές φορές οι έσω νόμοι, εφαρμόζονται στην κοινωνία και οι έξω νόμοι, εφαρμόζονται στον κόσμο των φυλακών..
Πόσο γρήγορα μπορεί να μεγαλώσει μέχρι ένα σημείο και να ωριμάσει ο ψυχικός κόσμος ενός ανθρώπου μέσα σε λίγες ώρες; Είναι τρομερά φοβερό αυτό το συναίσθημα, που δεν το "αντιλαμβάνεται" εύκολα ανθρώπινος νους, γιατί πολύ απλά δεν θέλει να πιστέψει ότι συμβαίνει και αρνείται να το συλλάβει και να το δεχτεί ο κεντρικός νευρώνας της λογικής.
Την άλλη μέρα το πρωί γύρω στις έντεκα, μια αναμενόμενη ίσως, λόγω της κατάστασης αδιαθεσία, ήτανε τόσο, όσο, για να βρεθώ λιπόθυμος έξω από τις τουαλέτες των φυλακών.
Έτσι μου είπε ο θαλαμοφύλακας όταν συνήλθα και μετά βυθίστηκα, στον κυκεώνα του ύπνου, που για μία ώρα παρά κάτι έκλεινα 24 ώρες άϋπνος, στεναχωρημένος, κακόκεφος, κουρασμένος και με ενδόμυχες στιγμές πανικού μέσα μου, για το τι θα ακολουθούσε στο αύριο, ζώντας το, πίσω από τα κάγκελα. Η αλήθεια είναι, ότι κανείς δεν ξέρει, πόσους σημαδεμένους άσσους, κρύβει η ζωή στο μανίκι της..
Απομεσήμερο θα ήτανε θαρρώ, όταν ξύπνησα λίγο αλλοπρόσαλλα θα έλεγα, χάρη στην αγριοφωνάρα του Γιώργη, που μέσα στο "λιοπύρι" της κούρασης μου και της ατονίας μου, τον άκουγα να λέει: <<Τι έγινε μικρέ, ακόμα δεν μπήκαμε στη στενή και έχουμε ραβασάκια>>;
Εγώ άρχισα να τεντώνομαι και να γυρνάω πλευρό παίρνοντας αγκαλιά τις σκέψεις και την στεναχώρια μου, στεριώνοντας μ' αυτές το κεφάλι μου, μιας και τις έβαλα για μαξιλάρι, μήπως και ξεκουραστούν, οι εφιάλτες που βασάνιζαν τα σωθικά μου. Ώσπου μια κανάτα γεμάτη με παγάκια μέσα στο τέλος του χειμώνα, μηδένισε τις αισθήσεις μου, πέφτωντας πάνω στο αμέριμνο κεφάλι μου, που προσπαθούσε να βαδίσει στην χαλάρωση του Μορφέα και πετάχτηκα από το κρεβάτι έντρομος μέχρι να συνειδητοποιήσω τι ήταν αυτό που προσέκρουσε πάνω μου, αναρωτιόντας ταυτόχρονα μέσα μου, τι άλλο θα ζούσα, μέχρι να αθωωθώ για κάτι που δεν διέπραξα, αλλά μέχρι να βγω ελεύθερος μιας και οι παγιωμένες αντιλήψεις (θρησκευτικών πεποιθήσεων & διαφόρων οργανώσεων), με κράτησαν μακριά από τη θητεία του στρατού, ρίχνοντάς με στην "λεωφόρο της φυλακής του". Μεγάλοι "θρησκευτικοί" υποστηρικτές αυτών οι γονείς μου, και δη ο πατέρας μου φανατικός θα έλεγα κάποιες φορές, οπότε εγώ έπρεπε να είμαι στο κελί της ζωής, έχοντας πολλούς περιβόητους, σεσημασμένους, καλούς και άλλοτε, αγρήμια συγκρατούμενους.
-Γιώργης:Είπα και ελάλησα και απάντηση δεν πήρα, ακόμα δεν μπήκες φύλακα, έχουμε γραμματοφορία μικρέ; Προφανώς η υπομονή που δεν έχω εξαντλείται αν αργήσεις και πάλι να μου απαντήσεις. Και όχι τίποτα άλλο, δεν υπάρχει και τίποτα που να έχει μείνει για να στο πετάξω, διότι ξάπλαρα και βαριέμαι να σηκωθώ. Η παγωμένη κανάτα ήταν ειδική παραγγελιά για πάρτη μου και ευτυχώς το παιδί που έχει βάρδια, δεν μου χαλάει χατίρια, έτσι για να καθόμαστε σε μια ήρεμη φόρμα όπως λέει), οπότε να παρακαλάς να μην βρεθείς μέσα στις χούφτες μου, γιατί από κει μέσα δεν θα σε βγάλουν, παρά μόνο όταν τις ανοίξω για να ξεμουδιάσουν τα δάχτυλά μου..
Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα προσπαθούσα να αντιληφθώ τι εννοεί λέγοντας, γραμματοφορία, σκεφτόμενος παράλληλα να βρω την απάντηση που σαφέστατα, να ήταν σωστή, καλύτερα θα έλεγα ικανοποιητική για τον Γιώργη τον χασικλή, για να γλιτώσω το οτιδήποτε.
-Κωνσταντίνος:Δεν έχω γράψει τίποτα, αυτά στον τοίχο κάποια ήταν γραμμένα από παλιά φαίνεται και κάποια, δηλαδή θέλω να πω, ότι το μόνο που έγραψα προχθές όταν ήρθα μετά από κάποιες ώρες, ήταν μοναχά ένα τετράστιχο, το οποίο το είχα μάθει απ' έξω όταν διάβαζα κάποια από τα βιβλία της λογοτέχνιδας Χρύσας Θυμιοπούλου. Απλά το συγκεκριμένο χάραξε πολλή την καρδιά μου και το έγραψα, ζητώ συγγνώμη που λέρωσα τον τοίχο. Α! ζωγράφισα και μια μπλέ ορχιδέα, έτσι για να δώσω λίγο χρώμα και άποψη, στους δυο γκριζόμαυρους τοίχους που διαμένουμε εδώ μέσα, για να μην κουράζονται τα μάτια μας κοιτώντας τους και ξεχάσουμε πως είναι να ζεις. Βέβαια αν υπάρχει τρόπος να τα σβήσω ή να βάψω τον τοίχο θα το κάνω, ότι μου πεις, δεν ήξερα ότι θα σε πειράξει τόσο και πάλι ζητώ συγγνώμη, άλλη φορά για το οτιδήποτε θα ρωτάω, βλέπεις δεν έχω ξανακάνει φυλακή.
Ξαφνικά ο Γιώργης άρχισε να γελάει τόσο δυνατά και ασταμάτητα που κρατούσε την κοιλιά του από τα γέλια και εγώ είχα κουλουριαστεί σε μια γωνιά του κρεβατιού, μη ξέροντας μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, τι διάθεση θα είχε και τι μπορεί να μου έκανε.
-Γιώργης:Εκτός απ' το ότι ήταν όμορφη και χαζοκουλτουριάρα σε αυτά που έγραφε αυτή η Χρύσα, πώς την είπες στο επίθετο, δεν θυμάμαι, ακουστά την έχω, όχι ότι διάβαζα κι αυτό μόνο και μόνο γιατί το μελανούρι η κουνιάδα μου είναι λάτρης των βιβλίων και πολλές φορές, μετά το πήδημα που της έριχνα, χρησιμοποιούσε λόγια αυτηνής πώς την είπαμε, καλά δεν καίγομαι να αποστηθίσω το όνομά της, οπότε θέλοντας και μη την έχω ψιλοακουστά.
-Κωνσταντίνος:Γιατί λες ήτανε όμορφη, ζει η Χρύσα η Θυμιοπούλου. Ποτέ μου δεν πρόσεξα αν είναι ωραία ή όχι, απλά με μία λέξη με ταξιδεύει η πένα της, αν και βέβαια πρώτη φορά θα συμφωνήσω μαζί σου και σε κάτι, πράγματι είναι λίγο χαζοκουλτουριάρα ο τρόπος της γραφής της σε κάποια σημεία, αλλά είναι αυτό που λέμε ουδείς τέλειος.
-Γιώργης:Μανούλι θυμάμαι ότι ήταν σε μια φωτογραφία που την είχα δει, έχουν περάσει χρόνια από τότε, που είδα τη φάτσα στο βιβλίο της καθώς ήταν ξαπλωμένο σε μία βιτρίνα ενός βιβλιοπωλείου και η λεγάμενη έκανε σαν την τρελή για να το αγοράσει δεν ξεκολλούσε από εκεί και εγώ για να φανώ διαβαστερός και gentleman που λένε, της το έκανα δώρο, με τέτοια καύλα που είχα για να τη ρίξω στο κρεβάτι μια ώρα αρχύτερα, δεν ήθελα να μου ταράξει το πήδημα τίποτα και κανένας. Ωραία, ξεωραία, αυτά είναι γούστα, οπότε σε αυτό πάω πάσο.
Αλλά είσαι πολύ μουλωχτός, πας να ξεφύγεις αναφέροντας την, επειδή έγραψες πέντε αράδες δικές της στον τοίχο, ποσώς με ενδιαφέρει αν τον λέρωσες με ζωγραφιές και στιχάκια ή όχι, λίγο να την σκεφτώ από ότι την θυμάμαι θα τον σοβατίσω, μη στεναχωριέσαι για αυτό κι όλα αυτά για να μην απαντήσεις σε αυτό που σε ρώτησα αρχικώς.
Και με μια απότομη κίνηση, βγάζει κάτω από το μαξιλάρι του το γράμμα μου, κρατώντας το στο χέρι και κουνώντας το κάνοντας και καλά αέρα στον εαυτό του, κοιτώντας με, με αγριεμένο ύφος.
<<Από ότι φαίνεται, μάλλον λάθος απάντηση έδωσα ακούγοντας τη λέξη, γραμματοφορία>>.
Και χωρίς να αφήνω τα δευτερόλεπτα άλλο να κυλάνε και να μου επιτίθονται, λίγο πριν εξαγριωθεί κι άλλο, του είπα κατευθείαν ότι,<< ώπα, εδώ έγινε μια μικρή παρεξήγηση, το λεξιλόγιό της πιάτσας δεν το ξέρω,(που θα πάει ευελπειστώ να το μάθω για να ερχόμαστε σε συνεννόηση), πρώτη φορά την ακούω αυτή την λέξη και για αυτό έκανα αυτόν τον συνειρμό και είπα όλα τα παραπάνω, πχ. για τον τοίχο, τα στιχάκια, τη ζωγραφιά, τη λογοτέχνιδα, κλπ. Αυτό είναι ένα γράμμα που ήρθε χθες, βασικά ήταν εδώ και μέρες στο πατρικό μου και μου το έστειλε η μητέρα μου, όταν γύρισε από το νησί.
Η σύλληψη μου ήταν σχεδόν ξαφνική, όχι ότι δεν την περίμενα, κάτι είχα ακούσει για το τι συμβαίνει στο περίπου σε αυτές τις περιπτώσεις, όταν για "θρησκευτικούς - κοινωνικούς" και φλύαρους λόγους, δεν κάνει εμείς να κρατάμε όπλο και να υπηρετούμε τη μητέρα πατρίδα, βασικά, αυτά είναι τα πιστεύω του πατέρα μου που εδώ και χρόνια μαζεύονται με κάποιους άλλους σε κάποιες αίθουσες και προσεύχονται, σε ποιον επ' ακριβώς δεν ξέρω και ποτέ δεν ήθελα να μάθω, ακόμη κι εκείνοι δεν ξέρουν επ' ακριβώς σε τι και ποιον, αλλά το σέβομαι, δηλαδή πάντα ασπάζομαι το τι θέλει ο καθένας στη ζωή του και το τι πιστεύει, αλλά εγώ βέβαια όπως βλέπεις αυτή τη στιγμή πληρώνω τη νύφη που λένε και αδρά μάλιστα.
Προφανώς εννοούσες ότι ίσως να έχω ερωτική αλληλογραφία, όχι ένα γράμμα από μια φίλη έτσι αναπάντεχα μου ήρθε, αν δεν θέλεις να απαντήσω που είναι και το ανθρώπινο, δεν θα το κάνω, ότι πεις εσύ.
-Γιώργης:Θαλαμοφύλακα, φέρε το μεσημεριανό του Κωνσταντίνου άλλαξα γνώμη, θα φάει σήμερα, γιατί με τρέμει, γιατί μαθαίνει γρήγορα και προνοεί και αυτό εδώ μέσα θα τον πάει ψηλά, άσε που τώρα που καλό βλέπω τον τοίχο είναι και ταλέντο στη ζωγραφιά..
-Κωνσταντίνος:Σε ευχαριστώ, η αλήθεια είναι ότι μου έρχεται να ξανά λιποθυμήσω, έχω να φάω από χθες το πρωί.
Αν θυμάμαι καλά όταν συνήλθα για λίγο πριν κοιμηθώ, άκουσα μια φωνή, δεν θυμάμαι ποιος ήταν, να μου λέει: <<μη φοβάσαι θα πάνε όλα καλά, ένα λιποθυμικό επεισόδιο έπαθες>> για αυτό με πονάει και λίγο το κεφάλι μου.
-Γιώργης:Θαλαμοφύλακα και ένα παυσίπονο για το παιδί, πονάει η κούτρα του, αφού δεν την έσπασε να ανοίξει στη μέση σαν καρπούζι όπως έπεσε το βλαμμένο, τυχερός είναι.
Σήμερα είσαι υπό την προστασία μου, εκτελώ χρέη νοσηλευτικής εποπτείας, σε περίπτωση που δω το παραμικρό, να ενημερώσω τον θαλαμοφύλακα και εκείνος τον γιατρό.
(Απευθυνόμενος στον Κωνσταντίνο).
Άκουσέ με καλά, από δω και πέρα να προσέχεις και να μην κουτουλάς από δω και από κει, γιατί τα κεφάλια εδώ μέσα, τα ανοίγω μόνο εγώ όταν δεν με σέβονται, κανείς δεν έχει το προνόμιο να σπάει κεφάλια ούτε καν η τύχη, για αυτό να έχεις τον νου σου, γκε γκε;
Η αλήθεια βέβαια είναι ότι σε λυπήθηκα για μια στιγμή έτσι πτωμαΐλα, που σε είδα ξαφνικά, όταν σε φέρνανε σηκωτό τέσσερις.
-Κωνσταντίνος:Καλοσύνη σου για όλα, να θυμάσαι ότι ποτέ δεν ξεχνάω το καλό που μου κάνουν, ξέρεις δεν είσαι υποχρεωμένος και πάλι σε ευχαριστώ, ναι θα προσέχω..
Εκείνη την ώρα το άκουσμα των κλειδιών στην πόρτα, ήταν η πιο ευχάριστη στιγμή για μένα, μέσα σε στα δυο 24 ώρα που ήμουν στην φυλακή, επειδή ο φύλακας, έφερνε το φαγητό μου.
-Θαλαμοφύλακας:Δελικόγλου, ο γιατρός είπε να φας όλο το φαγητό σου, να πιεις τον φυσικό χυμό, πολύ νερό και αυτά τα παυσίπονα, ένα κάθε πέντε ώρες επί πόνου ή σε περίπτωση που πονάς πολύ και τα δύο μαζί ταυτόχρονα. Αν νιώσεις αστάθεια, ζάλη, εμβοές ή οτιδήποτε άλλο μας ενημερώνεις, για να σε πάω να σε επανεξετάσει, γιατί κατά την ώρα της πτώσης σου, έκανες ένα χτύπημα στο κεφάλι, σε πρώτη φάση, τίποτα το σοβαρό από ότι φαίνεται, πάρα μόνο ένα καρούμπαλο και βάλε και αυτή την παγοκύστη για δέκα λεπτά, τώρα πάλι αν πονάς πάρα πολύ να μου το πεις, για να σε πάω στο ιατρείο του άμεσα
-Κωνσταντίνος:Σας ευχαριστώ πολύ, η αλήθεια είναι ότι είμαι λίγο ταλαιπωρημένος και πονάω αλλά όχι τίποτα το σοβαρό, πιστεύω ότι μόλις φάω θα συνέλθω και θα είμαι λίγο καλύτερα και δη όταν πιω και τα παυσίπονα, μείνετε ήσυχος, σε περίπτωση που αισθανθώ κάτι από τα παραπάνω που μου είπατε, θα σας ενημερώσω.
-Γιώργης:Κυρ νοματάρχα, που λέγανε και οι παλιοί, αυτός κελαηδάει από τότε που τον ξύπνησα,(κάπως αλλόκοτα βέβαια), ειδικά να τον ακούσετε πώς μιλάει για αυτή την, πώς την είπες... μια ρομαντήλου γραφεύς. (Απευθυνόμενος στον Κωνσταντίνο), είδες πως την σπικάρω την καθαρεύουσα και εγώ άμα λάχει;
Τι μόνο εσύ θα είσαι καλλιτέχνης εδώ μέσα;
Α! κύριε θαλαμοφύλακα, τα μάθατε μπογιατζής ο νεαρός, κοινώς ζωγράφος, κοίτα λελούδι, κοίτα ορχιδέα που έφτιαξε στον τοίχο, κανονικός καλλιτέχνης.
(Ο θαλαμοφύλακας έριξε μια κοφτή γρήγορη ματιά, έκλεισε βιαστικά την πόρτα πίσω του κλειδώνοντας την τρεις φορές και κατευθύνθηκε προς το γραφείο του, χωρίς να εκφράσει καμία άποψη, πάνω σε αυτά που του έλεγε ο Γιώργης και εγώ κράταγα την ανάσα μου, περιμένοντας αν θα νευριάσει άσχημα, επειδή δεν του αρέσει να μην του δίνουν σημασία. Ξάφνου γύρισε και με κοίταξε κάπως περίεργα από πάνω μέχρι κάτω, διεισδύοντας μέσα στα μάτια μου και από ότι φαίνεται διάβασε τη σκέψη μου, λέγοντας μου).
<<Σήμερα βαριέμαι να νευριάσω, μην φοβάσαι, έχω τις καλές μου και μετά από τόσα ευχαριστώ και τόσα συγγνώμη που άκουσα από εσένα, ούτε στο κατηχητικό πού πήγαινα όταν ήμουν χαϊβάνι δεν τα είχα ακούσει. Με έκανες και ξενέρωσα λες και είμαι ο πρόεδρος του χωριού, με τόσα ευχαριστώ και συγγνώμη κύριε Γιώργη και κύριε Γιώργη και σκατά στα μούτρα μου, οπότε και να ήθελα να νευριάσω μου την έσπασες και από πάνω, τώρα τέλος η πολυφωνία, άντε τρώγε το φαΐ σου να καρδαμώσεις και ξεκουράσου, γιατί δεν θέλω να μου πάθεις τίποτα, βαριέμαι τις ιστορίες, πανικούς, γιατροί, κλπ.
Σειρά μου να αρπάξω και εγώ τώρα τον ύπνο, για να ξεκουράσω τα μάτια μου από τον αδυσώπητο χρόνο που δεν περνάει με τίποτα εδώ μέσα.
Απλά αν νιώσεις το οτιδήποτε με ενημερώνεις τάχιστα.
Όσο για την γραμματοφορία, κάνε ότι θες, ορίστε πάρε και το ραβασάκι σου, έπεσε και το μάζεψα από κάτω την ώρα που σε μεταφέρανε στο κρεβάτι σου λιπόθυμο.
Τι με κοιτάς έτσι, θαρρείς ότι το διάβασα;
Δεν ξέρω γράμματα μικρέ και ούτε με ενδιαφέρει, από ποιον ή από ποια είναι.
Στην τελική εγώ ένας χασικλής - χασάπης και αρχηγός είμαι, όχι κουτσομπόλα του κερατά. Ε τώρα έτυχε πάνω στα νεύρα μου, να κομματιάσω και την κουφάλα την γειτόνισσα, αυτά ξέρεις μια φορά τυχαίνουν, βλέπεις δεν το είχα στο πρόγραμμα, αλλά όταν την είδα καβάλα πάνω στο καβλί του άλλου και να χλιμιντρίζει σαν ξεσκισμένη φοράδα, μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι, εκεί ήταν το λάθος μου και τώρα για ένα γαμήσι αυτηνής, με την πούστρα τον άντρα της, το πληρώνω εδώ μέσα>>.
Σε μια στιγμή ξανά θυμήθηκα τον λόγο για τον οποίο βρισκόταν στην φυλακή όταν μου τα είχε διηγηθεί την πρώτη μέρα που είχα έρθει και με έβαλαν σε αυτό το κελί μαζί του και ήθελα να κάνω εμετό, αλλά συγκρατήθηκα, γιατί θα γινόταν έξω φρενών. Με την μόνη διαφορά, ότι σκεπτόμενος όλο αυτό, δεν είχα πλέον όρεξη να φάω.
-Γιώργης:Βλέπω ότι έχεις ωραίο πιάτο σήμερα, είσαι προνομιούχος, λόγο του γεγονότος. Εμείς τη βγάλαμε με ρύζι λαπά και κοτόπουλο, (λες και έχουμε "λογοδιάρροια του κώλου"). Εσύ έχεις παστίτσιο, το βαθύ ποτήρι του νερού με φρέσκο χυμό και σαλατούλα, αλλά δεν βλέπω να πηγαίνουν πάνω-κάτω, μέσα-έξω οι μπουκιές, τι συμβαίνει; Μήπως θες ποιο ειδικό μενού; Να στο αλλάξουμε αν είναι, μη μου πεις ότι δεν σου αρέσουν όλα αυτά, άντε τρώγε να τελειώνουμε, να κλείσω τα τσίνορα, δεν κάνει να μένεις άλλο νηστικός.
Του έκανα ένα νεύμα με το χέρι ότι και καλά τίποτα δεν ισχύει από αυτά που ανέφερε, για το αν μου αρέσει το φαγητό ή όχι και άρχιζα με δυσκολία να τρώω, σχετικά γρήγορα ώστε, να τελείωνα μία ώρα αρχύτερα το φαγητό, για να έφευγε ο δίσκος από μπροστά μου, πιέζοντας την ψυχολογία μου, ώστε να μην αράδιαζα τα σωθικά μου πάνω στα πιάτα μιας χρήσεως μιας και δεν είχε φύγει από την σκέψη μου ακόμα το φονικό και ο τρόπος εκτέλεσης του, που είχε κάνει σε εκείνη τη γυναίκα.
Όλα κύλησαν ομαλά, μετά από δύο μέρες ένιωθα καλύτερα, ήταν πλέον γεγονός αναμφισβήτητο, ότι για κάποιο περίεργο και ανεξήγητο λόγο ο Γιώργης ο χασικλής με είχε στα πούπουλα που λένε και κάτι σαν να ήμουν υπό την προστασία του, όταν έβλεπε κάποιους νταήδες να μου πετάνε διάφορες κουβέντες. Δεν ξέρω γιατί και τι μπορεί να σκεφτόταν για μένα, αλλά εγώ μία ασφάλεια την ένιωθα, μέσα σε όλη αυτή την μαυρίλα.
Και κάπως έτσι οι μέρες και τα βράδια της ώρας περνούσαν με μόνη μου παρηγοριά, τις συγκρατούμενες σκέψεις μου, ώστε να μην αποδρούσαν ποτέ σαν ποτάμι τα δάκρυα της μοναξιάς μου, που ένιωθα μέσα μου σκεπτόμενος, ότι το ροδοπέταλο της ζωής μου η Αριάδνη μου, σε λίγο καιρό θα αρραβωνιαζόταν κάποιον άλλον.
Η αλήθεια είναι ότι οι διάφορες καταστάσεις που βίωνα μέσα στη φυλακή, με απορρόφησαν τόσο και δεν της έστειλα άμεσα μια απάντηση με γράμμα μου, με αποτέλεσμα να μου έρθει και ένα δεύτερο από εκείνη, γεμάτο αγωνία μην τυχόν μου είχε συμβεί κάτι, δίνοντας το μου αυτή τη φορά, σε ένα από τα επισκεπτήρια η μητέρα μου.
Θυμάμαι όταν ζήτησα να παρευρεθώ στο γραφείο του θαλαμοφύλακα για να γράψω την απάντησή μου σε εκείνη, δεν μπόρεσα παρά να ζωγραφίσω μόνο δυο λέξεις από το ξαφνικό τρέμουλο που έκανε την εμφάνισή του στα χέρια μου, σαν να μην ήθελαν ποτέ να ξεστομίσουν πάνω στο άψυχο χαρτί τις ευχές μου για την αγάπη της και την ευτυχία της με έναν άλλον άντρα. Κάτι το οποίο ευχήθηκα από καρδιάς όσο δύσκολο και να ήταν, μου έφτανε εκείνη να ήταν χαρούμενη πάντα, με την λεπτομέρεια πως εγώ τα υπαγόρευα και τα έγραφε ο θαλαμοφύλακας, που προθυμοποιήθηκε να με βοηθήσει.
-Θαλαμοφύλακας:Και ζωγράφος Δελικόγλου,
μπράβο
, ερασιτέχνης ή επαγγελματίας;
<<Ξέρεις από μικρός, είχα τη λόξα, να γίνω καλλιτέχνης όταν μεγαλώσω, τώρα σε ποια ακριβώς τέχνη, ποτέ μου δεν καταστάλαξα, απλά έτσι να με αναγνώριζε ο κόσμος, να έβγαζα πολλά χρήματα και να ήταν όλα τα φώτα στραμμένα επάνω μου, ξέρεις, τα γνωστά που βιώνουν οι καλλιτέχνες, τουτέστιν οι celebrities, όπως λέμε τα τελευταία χρόνια>>.
-Κωνσταντίνος:Οι τέχνες όποια και αν ακολουθήσει κανείς είναι λύτρωση του πνεύματος, με τη μόνη διαφορά, πως όταν τις "υπηρετείς" μόνο για τους άλλους και μόνο για τα χρήματα, το βέβαιο είναι ότι έτσι σίγουρα έχεις εξασφαλίσει την αποτυχία σου μία και έξω σε όλα τα παραπάνω που έχετε αναφέρει, κυρίως ως άνθρωπος και ως καλλιτέχνης και από ότι φαίνεται δεν πραγματοποιήθηκε το παιδικό σας όνειρο. Κάτι ξέρει η ζωή και πολλές φορές τα φέρνει αλλιώς, ίσως σας έσωσε από πολλές κακοτοπιές και όχι μόνο εσάς..
-Θαλαμοφύλακας:Τώρα αυτό να το πάρω ως προσβολή; Αλλά ποσώς με ενδιαφέρει, δεν μπα να λες ότι θες. Τελικά δεν μου απάντησες ερασιτέχνης ή επαγγελματίας ζωγράφος;
-Κωνσταντίνος:Οι άνθρωποι που αγαπάνε τις τέχνες, πάντα θα είναι ερωτευμένοι με αυτές και εκείνες με τους ίδιους. Αναλόγως πως ερωτοτροπεί κανένας και με εκείνες και με τον κόσμο και το αντίστροφο φυσικά. Είναι γεγονός αναμφισβήτητο, ότι είναι μια χημεία, μια μαγεία, ένα άυλο σύμπαν, ο κόσμος τους..
Από κει και πέρα αν μπορεί να λάβει κανένας και τα προς το ζην και όχι μόνο από αυτές, κακό δεν είναι. Προσωπικά θα παραμείνω αιώνιος εραστής του καμβά και των χρωμάτων σεργιανίζοντας στα δικά μου σκαλοπάτια του ηλιοβασιλέματος, δίνοντας ζωή μέσα από τα έργα μου.
-Θαλαμοφύλακας:Ωχ βρε αδερφέ μου, πολύ Νίκος Ξανθόπουλος μας βγήκες,(το καλό παιδί του λαού), αγαπημένος μου βέβαια δεν λέω. Τι με κοιτάς έτσι, οκ γράψε λάθος, άσχετη πιστεύω η "παρομοίωση", αλλά να, πώς να σου το πω, οι εποχές αλλάξαν, δεν θα πας μπροστά έτσι, διότι θα σε φάνε λάχανο στη γωνία, βάλε λίγο τσαγανό μέσα σου και δες λίγο πιο σφαιρικά τα πράγματα, δεν είπα να μην είσαι βαφέας των συναισθημάτων και κακό δεν είναι, ίσα, ίσα που κάποιοι καλλιτέχνες έχετε ήθος και ανθρωπιά περισσότερη μέσα σας, αλλά μόλις βγεις από δω μέσα, "φιλοσόφησε το" λίγο αλλιώς το έργο βρε παιδί μου, γιατί φαίνεσαι καλή πάστα και δεν σε βλέπω να αρμενίζεις καλά.
Τέλος πάντων όπως νιώθεις, συ ξέρεις, δεν είσαι δα και ανήλικος. Αλλά ξέρεις, να, ότι θα έλεγα στον γιο μου, το λέω και σε σένα, ειδικά εδώ μέσα και όχι μόνο, μετά από 27 χρόνια υπηρεσίας έχω δει τα πάντα.
Τελικά τι θα κάνεις, δεν θα ζωγραφίσεις το πορτραίτο τους; Τι να γράψω;
-Κωνσταντίνος:Με δουλεύετε κύριε θαλαμοφύλακα:Από δω μέσα πώς;
Θα πω:<<Με συγχωρείτε, πετάγομαι στη Μήλο, σε έναν αρραβώνα, σε κάτι χαρές και σε κάτι πανηγύρια, γιατί πρέπει να ζωγραφίσω>>. Θέμε και τα λέμε αυτά;
Και ελεύθερος να ήμουν, θα ήταν πολύ δύσκολο για μένα να παρευρισκόμουν, το γιατί το έχω θαμμένο μέσα μου, αλλά δεν θα μπορούσα να της χαλάσω χατίρι ποτέ σε άλλη περίπτωση. Οπότε θα πρέπει να βρω μια δικαιολογία και να της γράψουμε ότι, λόγω της καλλιτεχνικής μου ιδιότητας, εδώ και καιρό έχω κλείσει μια σπουδαία έκθεση ζωγραφικής με εκλεκτούς ομότεχνους, σε μια γκαλερί στην Ιταλία, που θα με κρατήσει μακριά από τα πάτρια εδάφη, τουλάχιστον για ενάμιση μήνα.
<<Μέχρι τότε θα έχει τελειώσει ο εφιάλτης που δεν θέλω ποτέ να ζήσω. Μαζί της και οι διακοπές της. Και έτσι όλα θα κυλήσουν όπως η ζωή ορίζει. Εξάλλου οι περισσότεροι πιστεύουν ότι έχω φύγει στο εξωτερικό για σπουδές στα εικαστικά>>.
-Θαλαμοφύλακας:Τι μουρμουράς τόση ώρα, που βυθίστηκες και ο μονόλογος πάει ροδάνι;
Άντε, άντε, να τελειώνουμε με αυτό το γράμμα γιατί έχουμε και δουλειές.
Πάντως φαίνεται ότι την αγαπάς πραγματικά, δεν ξέρω αν ποτέ είχατε κάτι μεταξύ σας ή όχι, αλλά εκείνη μάλλον γνωρίζει μόνο ότι εσύ της επέτρεψες να ξέρει από τα συναισθήματά σου, αλλιώς πιστεύω δεν θα σου ζητούσε κάτι τέτοιο.
-Κωνσταντίνος:Είναι μία αγαπημένη μου φίλη χρόνων.
Σας ευχαριστώ για τη βοήθεια.
-Θαλαμοφύλακας:Και εγώ είμαι ναύτης τώρα και σε πίστεψα..
Τέλος πάντων, άντε πες μου την διεύθυνση και τα λοιπά να τελειώνουμε, να πας κι εσύ στο κελί σου και εγώ να παραδώσω βάρδια.
Και που 'σαι, αν θέλεις δεν το στέλνουμε έτσι, μπορούμε να το αλλάξουμε στο τέλος και να της απαντήσεις θετικά, ότι μπορείς να παρευρεθείς. Θα φροντίσω εγώ να πάρεις άδεια εκείνες τις ημέρες, μιλώντας ο ίδιος προσωπικά στον διοικητή. Ούτως ή άλλως δικαιούσαι να είσαι ένα πενταήμερο έξω μετά από δύο μήνες στην στενή, χμ, τι λες; Θέλεις να το σκεφτείς και να το οκληρώσουμε αύριο και να το στείλουμε ή το βάζω μέσα στο φάκελο;
-Κωνσταντίνος:Ομολογώ ότι δεν το γνώριζα αυτό. Όσο και να μου είναι δύσκολο, πρέπει να φανώ κύριος απέναντί της και να μην έχει ούτε την παραμικρή παρουσία στεναχώριας μέσα της εκείνη την ημέρα, γιατί ξέρω πόσο με εκτιμάει και νοιάζεται για εμένα και πόσο θα χαρεί να είμαι δίπλα της, αλλά και να εκτελέσω στον καμβά μου την αγάπη της ευτυχίας τους. Οπότε θα το τελειώσουμε αύριο όπως είπατε το γράμμα και θα το στείλουμε συστημένο εάν γίνεται φυσικά.
<<Ανέκαθεν θαύμαζε τα έργα μου και ιδίως τα πορτραίτα>>.
Σας ευχαριστώ για αυτή σας την παρέμβαση και για όλα. Σας εύχομαι καλή ξεκούραση και καλό μεσημέρι να έχετε.
Καθώς διασχίζαμε τον διάδρομο για να με πάω στο κελί μου, η άκρια του ματιού μου πήρε ξώφαλτσα ένα συγκρατούμενο μου να πηδάει έναν νεοσύλλεκτο, όπως τους λένε εδώ μέσα και ο θαλαμοφύλακας για άλλη μια φορά από ότι φαίνεται, ξεφύσηξε μπουχτισμένος και αδιάφορα κλείνοντας τα μάτια του, μπροστά στο βίαιο γεγονός, το γιατί, μονάχα εκείνος το γνώριζε. Ίσως για να μη γινόταν χειρότερα τα πράγματα, ποιος ξέρει και εδώ που τα λέμε πόσο χειρότερα θα γινόταν για τον καημένο το συνάνθρωπο που βίωνε κάτι χωρίς τη θέλησή του. Εγώ απλά έμεινα αποσβολωμένος μέσα μου και έτσι παρέμεινα για το υπόλοιπο της ημέρας, μέχρι που η νύχτα σκέπασε τα βλέφαρα μου, όντας πολύ αποκαμωμένος πια. Από τότε που μπήκα εδώ μέσα ο ύπνος μου μεταμορφώθηκε σε γραμμάρια από δόσεις κοκαΐνης, όπως λέει και ο Γιώργης ο χασικλής.
Κεφάλαιο 4ο:Γυμνό έγκλημα
Ο χρόνος, οι μέρες τα λεπτά και τα ουρλιαχτά διαφόρων καταστάσεων κυλούσαν άλλοτε αργά και άλλοτε σαν να ενώνονταν η Ανατολή με τη Δύση στο αντάμωμα του χρόνου και κατακρεούργησαν πολλές φορές την σάρκα της ψυχής μου, μένοντας φυλακισμένα στα υπόγεια κελιά της μνήμης, που δεν έλεγε να ξεφύγει από αυτά ούτε σε μια μου εκπνοή.
Σαν καταιγίδα αστραπής έπεφτε η θλίψη μου στο κενό σαν ερχόνταν κάθε τόσο το "πορτραίτο αρραβώνα" της Αριάδνης και μετουσίωνε τα όνειρα μου σε ελαιογραφία ενός γκριζόμαυρου εφιάλτη, μαχαίρι ατσάλινο το φιλί του.. Κι όμως έπρεπε να ελαιογραφίσω τον έρωτα τους..
Όχι όχι, έπρεπε να ήμουν αμείλικτος στο να μην πάω, αλλά από την άλλη δεν μπορούσα να της χαλάσω το χατίρι, δεν ξέρω, ειλικρινά δεν ξέρω τι θα ήταν πιο δύσκολο για μένα, να μην είχα παρευρεθεί ή να έκαιγε η στεναχώρια της με την απουσία μου την ψυχή μου. Ίσως από την άλλη αν δεν είχα πάει, να είχα πάντα την ελπίδα ότι κάποτε θα γινόταν γυναίκα μου, μα το όνειρο χάθηκε από τότε που έλαβα στα χέρια μου εκείνο το γράμμα..
Από τότε ακούω γράμματα που λαμβάνουν συγκρατούμενοι μου και τα σκίζω μέσα μου μεμιάς με τη λεπίδα του μυαλού μου, σαν να προορίζονται για μένα.. Το χειρότερο από όλα είναι ότι, δεν ξανασκέφτηκα πότε χρώματα, πινέλα, καμβά και νερομπογιές..
Η έμπνευση μου από εκείνη την νύχτα έλαβε τέλος έτσι άδοξα και εγωιστικά, ναι εγωιστικά, γιατί εκείνη ζούσε πραγματικά και έκανε την ζωή της και εγώ τόσα χρόνια είχα το στόμα μου σφραγισμένο, λες και η εξωτερίκευση των συναισθημάτων μου θα με μείωνε στα μάτια της, μα τι βλάκας που ήμουν, τι βλάκας..
Απέτυχα.. Και φταίω εγώ για αυτό που δεν της είπα ποτέ τα όσα ένιωθα για κείνη, που δεν είπα όχι στο να ζωγραφίσω τον αρραβώνα της και μέσα μου απλά πέθανα..
Θαρρώ ότι στην παρούσα φάση είμαι πιο ευτυχισμένος πίσω από τα κάγκελα, παρά στη φυλακή της ζωής..
Φωνή συγκρατούμενου:Εει μικρέ τι μουρμούρας πάλι; Θα σε πάνε στο Δρομοκαΐτειο στο τέλος αν συνεχίσεις έτσι. Και μην ξεχάσεις να βάλεις φρένο στις δυνατές σκέψεις σου, διότι σήμερα γυρνά από την άδεια του ο Γιώργος ο χασικλής.
Ξέρεις κάτι, σε συμπάθησε όλοι το έχουμε καταλάβει, πράγμα πολύ σπάνιο για τον Γιώργη, δεν θέλω να μου τον στεναχωρείς, γιατί ξεσπάει σε μας.
Γυναίκες υπάρχουν πολλές που θα έρθουν και θα παρέλθουν στη ζωή σου, οπότε μην πολυσκοτίζεσαι, εξάλλου εσύ λίγο θα κάτσεις εδώ μέσα, θα βγεις και θα ξερχαμανιάσεις, εμείς τι να πούμε που θα βγούμε στην κάσα, στην καλύτερη των περιπτώσεων σαν ξεροκαμμένες σταφίδες στα 80 μας.
Η αλήθεια είναι ότι είχε δίκιο σε αυτά που έλεγε, η ίδια η ζωή γένους θηλυκού κι αυτή όλο και σε κρατάει σε αδρεναλίνη με τα σκαμπανεβάσματα που σου φέρνει στο πέρασμα της. Ένα από αυτά λίγες μέρες αργότερα ο ξαφνικός χαμός του Γιώργου του χασικλή.
Όσο κι αν ακούγεται παράδοξο όσο και να νιώθεις τον παραλογισμό να έρχεται σε σύγκρουση με το μέσα σου, ότι από τη μία γλίτωσε η κοινωνία της φυλακής και όχι μόνο από έναν ακραία επικίνδυνο κρατούμενο, τόσο το πένθος της απουσίας του γιγάντωνε τη μοναξιά μου εδώ μέσα.
Είκοσι μέρες μετά από τον θάνατο του έρχεται η αποφυλάκιση μου κι ο Γιώργης δεν θα με βρίσει όπως συνήθιζε έστω και αστειευόμενος κάποιες φορές ή κάνοντας μου χοντρή καζούρα, την ώρα που θα έμπαινα στη στενή της ζωής ξανά, έχοντας "το απολυτήριο της πιάτσας" στο χέρι..
Λογοτέχνης Στιχουργός Ηθοποιός

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου